Γονόρροια – Οδηγίες (Μάιος 2018)

Τι είναι η γονόρροια;

Η γονόρροια είναι το δεύτερο πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ) στην Ευρώπη το οποία προκαλείται από το βακτήριο N. gonorrhoeae με σοβαρές επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. H N. gonorrhoeae προσβάλει το βλεννογόνο των γεννητικών οργάνων, όπως ο τράχηλος, η μήτρα και οι σάλπιγγες στις γυναίκες και η ουρήθρα στις γυναίκες και στους άνδρες.

Πόσο συχνή είναι η γονόρροια;

Η γονόρροια είναι συχνή λοίμωξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) ο αριθμός των νέων περιστατικών ανέρχεται περίπου στις 820.000 ετησίως εκ των οποίων το 50% δηλώνεται στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ. Ενδεικτικά, το 2016 δηλώθηκαν 468.514 επιβεβαιωμένα περιστατικά στις ΗΠΑ και 75.349 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πώς μεταδίδεται η γονόρροια;

Η γονόρροια μεταδίδεται σεξουαλικώς μέσω των γεννητικών οργάνων (πέος και κόλπος), του στόματος και του πρωκτού μολυσμένου ατόμου. Η παρουσία του σπέρματος δεν είναι απαραίτητη. Επιπλέον μεταδίδεται κατά τη διάρκεια του τοκετού από μολυσμένη μητέρα στο νεογνό.

Ποια είναι η κλινική εικόνα της γονόρροιας;

Σε άνδρες η λοίμωξη εκδηλώνεται με συμπτώματα ουρηθρίτιδας όπως η δυσουρία και οι ουρηθρικές εκκρίσεις και σε σοβαρές περιπτώσεις με συμπτώματα επιδιδυμίτιδας. Στις γυναίκες η λοίμωξη των γεννητικών οργάνων είναι συχνά ασυμπτωματική. Σε συμπτωματικές γυναίκες τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσουρία, κολπικές εκκρίσεις, κοιλιακό άλγος και εμμηνόρροια. Συχνά η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει πρωκτίτιδα και φαρυγγίτιδα. Χωρίς θεραπεία η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές και ιδιαίτερα στις γυναίκες, όπως η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, αποβολές στο πρώτο τρίμηνο, εξωμήτρια εγκυμοσύνη και στειρότητα. Η λοίμωξη από N. gonorrhoeae διευκολύνει τη μετάδοση της λοίμωξης από HIV. Η έγκαιρή θεραπεία των περιστατικών μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών και μετάδοσης της λοίμωξης και κατ’ επέκταση συμβάλει στη προστασία της δημόσιας υγείας.

Ποιος είναι ο κίνδυνος γονόρροιας σε ταξιδιώτες;

Ένα μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων γονόρροιας που δηλώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετίζεται με ταξίδι. Με βάσει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιτήρησης (TESSy) η ανάλυση των δεδομένων που δηλώθηκαν από τις σκανδιναβικές χώρες δείχνει ότι το 25,5% των δηλούμενων περιστατικών γονόρροιας είχε σχέση με ταξίδι κυρίως στην Ταϊλάνδη (31%), στις Φιλιππίνες (8%) και στην Ισπανία (7%). Επίσης σύμφωνα με το Πρόγραμμα Επιτήρησης Μικροβιακής Αντοχής για τη Γονόρροια στο Ηνωμένο Βασίλειο, 10% όλων των περιπτώσεων γονόρροιας και 20% των περιπτώσεων γονόρροιας σε άνδρες που έχουν σεξουαλική επαφή με άνδρες ανέφεραν σεξουαλική επαφή κατά τη διάρκεια ταξιδιού.

Σύμφωνα με μελέτη της Σουηδίας η Ταϊλάνδη ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης ΣΜΝ σε ταξιδιώτες (34/ 1000000 ταξιδιώτες) ενώ σύμφωνα με μελέτη της Φιλανδίας ο κίνδυνος γονόρροιας σε ταξιδιώτες ήταν υψηλότερος σε αυτούς που ταξίδεψαν στην Ασία και την Ωκεανία (11/100000 ταξιδιώτες). Επιπλέον, με βάσει την αναφορά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τρείς περιπτώσεις υπερανθεκτικών στελεχών γονοκόκκου (1 άντρας στο Ηνωμένο Βασίλειο και 2 στην Αυστραλία) αφορούσαν σε μετάδοση της γονοκοκκικής λοίμωξης από σεξουαλική επαφή σε χώρα της νότιο-ανατολικής Ασίας.

Πώς προλαμβάνεται η γονόρροια;

Οι ταξιδιώτες πρέπει να είναι ενήμεροι για τη νόσο και τη μετάδοσή της, ιδιαίτερα αν υπάρχει πιθανότητα σεξουαλικής επαφής κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η γονόρροια όπως και άλλα ΣΜΝ προλαμβάνονται με μέτρα προστασίας για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως η χρήση προφυλακτικού (βλ. Προστασία από σεξουαλικών μεταδιδόμενα νοσήματα και αιματογενώς μεταδιδόμενα νοσήματα). Επιπλέον συστήνεται η διερεύνηση για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα σύμφωνα με τις εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες σε όσους αναφέρουν σεξουαλική επαφή χωρίς προστασία με νέο σύντροφο.

Ποια είναι η αντιμετώπιση της γονόρροιας;

Η θεραπεία της γονόρροιας απαιτεί τη χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής. Οι θεραπευτικές επιλογές για τη γονόρροια περιορίζονται συνεχώς εξαιτίας της ικανότητάς της να αναπτύσσει ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Επισημαίνεται η ανάγκη ορθής χρήσης των αντιβιοτικών και συστήνεται ο εργαστηριακός έλεγχος μετά τη θεραπεία σε όλους τους ασθενείς για να διαγνωστούν εμμένουσες λοιμώξεις και αναδυόμενη αντοχή. Επιπλέον συστήνεται η συστηματική χρήση προφυλακτικού ως μέτρο προφύλαξης της μετάδοσης. Συστήνεται καλλιέργεια 3 – 7 ημέρες μετά την ολοκλήρωση της αγωγής καθώς επίσης και αναζήτηση και έλεγχος επαφών έως και 60 ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων.