Είναι λοιμώδες νόσημα που οφείλεται στα Chlamydia (Chlamydophila) psittaci, ένα ενδοκυτταρικό gram-αρνητικό βακτήριο. Τα ψιττακοειδή πτηνά θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν φυσικοί ξενιστές (παπαγάλοι Cockatoos, Cockatiels, Macaws, Parakeets, love birds) όμως ανευρίσκεται και σε πολλά άλλα είδη πτηνών, εκτρεφόμενων ή άγριων, ανάμεσα σε αυτά και πτηνά της αστικής πανίδας όπως τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Επιπλέον έχει διαπιστωθεί ότι και άλλα ζωικά είδη μπορεί να φέρουν το βακτήριο όπως μηρυκαστικά, χοίροι, ιπποειδή, και άγρια σαρκοφάγα.
Ο χρόνος επώασης (το διάστημα από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση της νόσου) είναι συνήθως 5-14 ημέρες που μπορεί όμως να φτάσει και τις 4 εβδομάδες. Η κλινική εικόνα ποικίλλει από ήπιας μορφής λοίμωξη έως βαριά συστηματική νόσος, ιδιαίτερα σε άτομα με ανώριμο ανοσοποιητικό σύστημα, ηλικιωμένοι ή άτομα με ανοσολογικό έλλειμμα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, κεφαλαλγία, ερύθημα, μυαλγία, ρίγος και συμπτώματα από το ανώτερο και κατώτερο αναπνευστικό όπως ξηρός βήχας καθώς και κλινικά και ακτινολογικά ευρήματα άτυπης πνευμονίας. Εγκεφαλίτιδα και άλλες εκδηλώσεις από το ΚΝΣ, μυοκαρδίτιδα ή και θρομβοφλεβίτιδα εμφανίζονται περιστασιακά ως επιπλοκές. Η διάρκεια της νόσου άνευ επιπλοκών, συνήθως είναι 1-2 εβδομάδες αλλά μπορεί να ποικίλλει. Η κλινική βελτίωση με τη χορήγηση αγωγής εμφανίζεται σε 24-72 ώρες όμως η διάρκεια της θεραπείας μπορεί να φτάσει τις 2-3 εβδομάδες για την αποφυγή υποτροπών.
Η μετάδοση του μικροοργανισμού γίνεται συνήθως μέσω εισπνοής κονιορτού (σκόνης) που προέρχεται από αποξηραμένα περιττώματα πτηνών, υλικό φτερών ή εκκριμάτων πτηνών. Μετάδοση μπορεί να συμβεί και μέσω άμεσης επαφής με πτηνά, νωπά εκκρίματα ή περιττώματα πτηνών ή ακόμα μέσω επαφής με άλλα ζώα που φέρουν το βακτήριο. Ο μικροοργανισμός είναι ιδιαίτερα ανθεκτικός στο περιβάλλον και παραμένει μολυσματικός επί μακρόν ακόμα και σε συνθήκες ξηρασίας. Τα πτηνά μπορεί να εμφανίζονται υγιή ωστόσο η υποψία ενισχύεται σε περίπτωση που νοσούν εμφανώς. Τα συμπτώματα στα πτηνά δεν είναι ειδικά και περιλαμβάνουν ληθαργικότητα, οφθαλμικό ή ρινικό ορώδες ή βλεννοπυώδες έκκριμα, διάρροια, κακή κατάσταση πτερώματος και χαμηλό σωματικό βάρος. Τα προσβεβλημένα ζώα μπορεί να μην εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα ή να παρουσιάζουν ποικίλες εκδηλώσεις συχνά από το αναπαραγωγικό ή αναπνευστικό σύστημα, οφθαλμική προσβολή, πυρετό ή ανορεξία.
Υποψία της νόσου τίθεται σε ασθενείς με συμβατά συμπτώματα, ιστορικό έκθεσης σε πτηνά και θετικά εργαστηριακά ευρήματα. Η λοίμωξη με C. psittaci επιβεβαιώνεται με απομόνωση του παθογόνου σε καλλιέργεια, ανίχνευση αντισωμάτων με ορολογικές δοκιμές, με ανίχνευση γενετικού υλικού ή συνδυασμό των παραπάνω μεθόδων. Οι ορολογικές δοκιμές περιλαμβάνουν:
Η απομόνωση του βακτηρίου με καλλιέργεια έχει υψηλή ειδικότητα παρουσιάζει όμως χαμηλή ευαισθησία. Θετικό αποτέλεσμα σε ορολογικές δοκιμές μπορεί να οφείλεται σε διασταυρούμενη αντίδραση με άλλα είδη Chlamydia όπως η C. pneumoniae και η C. trachomatis. Η πλέον αξιόπιστη μέθοδος είναι η μοριακή, με ανίχνευση γενετικού υλικού των C. psittaci, σε δείγματα από το αναπνευστικό (π.χ. πτύελα, πλευριτικό υγρό) ή αίματος.
Μελέτες δείχνουν ότι κατά σειρά δραστικότητας αποτελεσματικές αντιμικροβιακές ουσίες για τα C. psittaci είναι οι τετρακυκλίνες, οι φλουοροκινολόνες και τα μακρολίδια. Σημειώνεται ότι η εμπειρική χορήγηση αντιβιοτικών όπως οι πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες συχνά δεν έχει αποτέλεσμα. Οι τετρακυκλίνες, εφόσον δεν αντενδείκνυνται, έχουν γρήγορη δράση με τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς θεραπείας.
Ομάδες υψηλού κινδύνου για εκδήλωση της νόσου αποτελούν ενδεικτικά οι:
Τα προληπτικά μέτρα για την αποφυγή μετάδοσης της νόσου, περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
Τα C. psittaci καταστρέφονται με τα περισσότερα απολυμαντικά και αντισηπτικά. Για τον καθαρισμό χώρων ή αντικειμένων μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρόσφατα παρασκευασμένο διάλυμα χλωρίνης σε νερό (1:10 – 1:100).
Η ψιττάκωση δεν περιλαμβάνεται στα νοσήματα τα οποία επιτηρούνται από τον ΕΟΔΥ και δεν προτείνεται για συστηματική επιτήρηση από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC) και επομένως δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή στη χώρα μας. Διεθνώς τα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την ψιττάκωση είναι αρκετά περιορισμένα αν και πολλοί προτείνουν ενίσχυση της εργαστηριακής επιτήρησης λόγω της κλινικής βαρύτητας και της υψηλής μεταδοτικότητας. Η απουσία παθογνωμονικών ευρημάτων και η μη λήψη ιστορικού επαφής με πτηνά έχει σαν αποτέλεσμα το νόσημα συχνά να μη συμπεριλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση και να υποδιαγιγνώσκεται. Θεωρείται σκόπιμη η εγρήγορση των θεραπόντων ιατρών ιδίως αν η κλινική εικόνα συνδυάζεται με ιστορικό επαφής με πτηνά ή με ζώα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δυνητική πηγή μετάδοσης. Σε περίπτωση που διαγνωστεί εργαστηριακά η νόσος, ο ιατρός παρακαλείται να ενημερώσει άμεσα τον ΕΟΔΥ καθώς μπορεί να υπάρχει κίνδυνος έκθεσης περισσότερων ατόμων στην ίδια πηγή. Ο ΕΟΔΥ συνεργάζεται στενά με τις κτηνιατρικές υπηρεσίες και ενημερώνεται σε περίπτωση που σημειωθεί κρούσμα σε πτηνά ή ζώα και αντιστρόφως η Γενική Δ/νση Κτηνιατρικής ενημερώνεται επί εμφανίσεως κρούσματος σε άνθρωπο ώστε να διερευνηθεί η πηγή στα ζώα.