Η συνήθεια του καπνίσματος αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας στις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) αλλά και πολλές Επιστημονικές / Ιατρικές Εταιρίες, το κάπνισμα είναι μια σοβαρή χρόνια ασθένεια και ο καπνιστής είναι ασθενής που χρειάζεται συχνή ιατρική παρέμβαση.
Η χρήση καπνού συνδέεται με μια ποικιλία ασθενειών και αναπηρίας με αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας ζωής και το υψηλό κοινωνικό κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους της ιατρικής περίθαλψης και τη μείωση της οικονομικής παραγωγικότητας. Το κάπνισμα δεν είναι επιβλαβές μόνο για τους καπνιστές, αλλά είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τους παθητικούς καπνιστές, όπως απέδειξε ήδη από το 1981 ο καθηγητής Δ. Τριχόπουλος.
Το εθιστικό κάπνισμα αποτελεί την κύρια αιτία πρώιμης αλλά αποτρεπτής θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Το κάπνισμα αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης σοβαρών νοσημάτων, αλλά αυξάνει και τη θνησιμότητα από τα νοσήματα αυτά. Τα κυριότερα και συχνότερα είναι:
ενώ αυξάνει τη βρεφική θνησιμότητα και προκαλεί εμβρυικές επιπλοκές κατά την κύηση.
Ετησίως, πάνω από 19.000 Έλληνες πεθαίνουν από το κάπνισμα.
Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε κάποια «επικίνδυνα» παραδείγματα της τεκμηριωμένα βλαπτικής επίδρασης του καπνίσματος στη θνησιμότητα. Ένα άτομο 25 ετών που καπνίζει ένα πακέτο την ημέρα θα ζήσει 4,6 χρόνια λιγότερο από το προβλεπόμενο! Αν καπνίζει 2 πακέτα τη μέρα θα ζήσει λιγότερο 8,3 χρόνια! Έναρξη του καπνίσματος στην ηλικία των 15 μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης 8 χρόνια! Έναρξη στα 25 επιφέρει μείωση του προσδόκιμου ζωής 4 χρόνια!
Είναι ξεκάθαρο στους επαγγελματίες υγείας, αλλά και στους πολίτες ότι η αντιμετώπιση του καπνίσματος αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα. Το κάπνισμα, πέρα από τις οργανικές βλάβες που προκαλεί σε διάφορα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, συνιστά μια συνήθεια από την οποία είναι δύσκολη η απεξάρτηση. Συνεπώς απαιτείται η ανάπτυξη στρατηγικών με διεθνή και διεπιστημονική συνεργασία. Στόχος είναι να “θεραπευθούν” από το κάπνισμα αυτοί που ήδη καπνίζουν, ενώ οι μη καπνιστές να αποθαρρυνθούν να το ξεκινήσουν.
Στην Ελλάδα παρατηρούνται χαμηλά ποσοστά παιδικού και εφηβικού καπνίσματος, σε αντιδιαστολή με τα απογοητευτικά υψηλά ποσοστά στους ενήλικες. Παράλληλα, τα ποσοστά καπνιστών στην ηλικία των 17 – 18 ετών είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.Υπάρχει, συνεπώς, η αναγκαιότητα να τονιστεί η σημασία της εκπαίδευσης και της πολιτικής δημόσιας υγείας για την πρόληψη της χρήσης του καπνού, ειδικά κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Στην Ελλάδα, οι νεαροί ενήλικες ηλικιών μεταξύ 18 και 22 ετών τείνουν να χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση προϊόντα καπνού. Τα άτομα αυτά θα πρέπει να αποθαρρυνθούν να ξεκινήσουν το κάπνισμα.
Η πλήρης απαγόρευση όλων των διαφημίσεων προϊόντων καπνού και της προώθησής τους μέσω χορηγιών απαιτείται για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη εντός πέντε ετών από την στιγμή που θα επικυρώσουν την Σύμβαση – Πλαίσιο για τον Έλεγχο του Καπνού (W.H.O. FCTC). Οι στατιστικές δείχνουν ότι η πλήρης απαγόρευση της διαφήμισης, οδηγεί σε μείωση του αριθμού των ανθρώπων που αρχίζουν ή συνεχίζουν το κάπνισμα καθώς και ότι η απαγόρευση της διαφήμισης των προϊόντων καπνού και των χορηγιών είναι από οικονομική άποψη ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για τη μείωση της ζήτησης καπνού και κατ’ επέκταση για τον έλεγχο της αγοράς προϊόντων καπνού.
Οι επαγγελματίες υγείας μπορούν και οφείλουν να είναι πρωτοπόροι στον αγώνα κατά του καπνίσματος
Γιατί οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να είναι πρωτοπόροι στον αγώνα κατά του καπνίσματος; Η κ. Kristina Mauer-Stender, υπεύθυνη του Προγράμματος Ελέγχου Καπνού στο Ευρωπαϊκό Γραφείο ΠΟΥ (WHO/Europe) απευθύνεται στους Έλληνες επαγγελματίες υγείας και απαντά στο ερώτημα ξεκάθαρα και κατηγορηματικά (σχετικό βίντεο).