ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΟ SARS-CoV-2
Ο ιός SARS-CoV-2 είναι ένας νέος κορωνοϊός, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Wuhan της Κίνας το 2019 και δεν είχε εντοπιστεί προηγουμένως σε ανθρώπους.
H COVID-19 είναι η αναπνευστική νόσος που προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2.
Οι κορωνοϊοί μπορούν να μολύνουν διάφορα είδη ζώων, όπως χοίρους, γάτες ή σκύλους. Ορισμένες ομάδες κορωνοϊών, μολύνουν επίσης τους ανθρώπους προκαλώντας εποχικές επιδημίες, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Οι κορωνοϊοί που κυκλοφορούν μεταξύ των ανθρώπων πιστεύεται ότι προέρχονται από τα ζώα.
Ο ακριβής τρόπος μετάδοσης του SARS-CoV-2 από τα ζώα στον άνθρωπο είναι επί του παρόντος άγνωστος.
Ο SARS-CoV-2 μεταδίδεται κυρίως μέσω σταγονιδίων, που περιέχουν ιούς και προέρχονται από ένα μολυσμένο άτομο που φτερνίζεται, βήχει, μιλάει, τραγουδά ή αναπνέει πολύ κοντά σε άλλους ανθρώπους. Τα σταγονίδια αυτά μπορούν να εισπνέονται ή να εναποτίθενται στη μύτη, το στόμα ή τα μάτια.
Σπανιότερα, η μόλυνση μπορεί να οφείλεται σε επαφή με μολυσμένες επιφάνειες όταν ένα άτομο αγγίζει τη μύτη, το στόμα ή τα μάτια του με μολυσμένα από αυτές χέρια.
Οι άνθρωποι γίνονται μεταδοτικοί περίπου 48 ώρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων αλλά είναι πολύ πιο μεταδοτικοί όταν έχουν συμπτώματα ακόμη κι αν αυτά είναι ήπια ή μη ειδικά.
Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι οι ενήλικες με ήπια έως μέτρια νόσο COVID-19 παραμένουν μεταδοτικοί το πολύ 10 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Ασθενείς με βαριά νόσο ή ανοσοκαταστολή, μπορεί να παραμείνουν μεταδοτικοί για έως και 20 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν ήπια έως μέτρια συμπτωματολογία και αναρρώνουν χωρίς ειδική θεραπεία. Ωστόσο κάποιοι νοσούν βαριά και μπορεί να οδηγηθούν στο Νοσοκομείο, τη ΜΕΘ ή το θάνατο.
Οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν σοβαρή νόσο. Τα εμβολιασμένα άτομα είναι λιγότερο πιθανό να νοσήσουν σοβαρά ή να νοσηλευτούν.
Τα συμπτώματα της νόσου COVID-19 ποικίλλουν από καθόλου έως:
Ο όρος “Σύνδρομο Long COVID” περιλαμβάνει τα συμπτώματα και σημεία αλλά και τις επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) που εμμένουν ή εμφανίζονται 4 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη με SARS-COV-2 και συνεχίζουν για περισσότερο από 12 εβδομάδες, χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε εναλλακτική διάγνωση.
Αυτά τα επίμονα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Η ηλικία αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσο COVID-19. Τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, καθώς και τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών της νόσου.
Τα υποκείμενα νοσήματα που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσου περιλαμβάνουν:
Οι άνδρες σε αυτές τις ομάδες φαίνεται να διατρέχουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο από ότι οι γυναίκες.
Τα μη εμβολιασμένα άτομα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή νόσο και θάνατο σε σύγκριση με τα εμβολιασμένα, καθώς το εμβόλιο παρέχει αποτελεσματική προστασία έναντι της σοβαρής νόσου και του θανάτου.
Τα παιδιά όλων των ηλικιών μπορεί να μολυνθούν και να μεταδώσουν τον ιό SARS-CoV-2. Αποτελούν την ηλικιακή ομάδα με το χαμηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης και επιπλοκών νόσου COVID-19.
Τα περισσότερα παιδιά που προσβάλλονται παραμένουν ασυμπτωματικά ή εμφανίζουν ήπιες κλινικές εκδηλώσεις και αναρρώνουν γρήγορα. Ωστόσο μπορεί να αναπτύξουν POST COVID SYNDROME (ή LONG COVID).
Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί επίσης να αναπτύξουν πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο στα παιδιά (MIS-C).
Το πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο στα παιδιά (MIS-C) είναι μια σοβαρή επιπλοκή της νόσου. Χαρακτηρίζεται από πολυοργανική συμμετοχή, με εκδηλώσεις από το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα, αιματολογικές ή βλεννογονοδερματικές αλλοιώσεις.
Το σύνδρομο αποτελεί όψιμη εκδήλωση της νόσησης από Covid-19, καθώς εκδηλώνεται 2-6 εβδομάδες μετά την οξεία λοίμωξη.
Επί του παρόντος, δεν υπάρχει ειδική εξέταση για τη διάγνωση αυτού του συνδρόμου, επομένως η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα και τον αποκλεισμό εναλλακτικής αιτίας.
Τα παιδιά που αναπτύσσουν MIS-C είναι γενικά υγιή, χωρίς υποκείμενα νοσήματα και η λοίμωξη από SARS-CoV-2 είναι συνήθως ήπια ή ασυμπτωματική. Είναι όμως σημαντικό να ανιχνευθούν και να αντιμετωπιστούν το συντομότερο δυνατόν.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των κρουσμάτων στον πληθυσμό των εγκύων (>90%) αναρρώνει χωρίς ανάγκη νοσηλείας.
Οι συμπτωματικές έγκυες παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών της νόσου COVID-19 και θανάτου σε σύγκριση με τις συμπτωματικές μη έγκυες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Παράγοντες που έχει βρεθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών είναι η ηλικία (>35 ετών), η παχυσαρκία, η αρτηριακή υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Σύμφωνα με αναφορές του Αμερικανικού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), οι έγκυες γυναίκες με συμπτώματα παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εισαγωγής σε ΜΕΘ και αυξημένη πιθανότητα θανάτου.
Οι έγκυες με Covid παρουσιάζουν συχνότερα επιπλοκές της κύησης, όπως είναι ο πρόωρος τοκετός σε σύγκριση με τις έγκυες χωρίς Covid. Η ενδομήτρια μετάδοση είναι σπάνια. Η περιγεννητική μετάδοση μπορεί να συμβεί μέσω του θηλασμού ή πιο συχνά μέσω των αναπνευστικών σταγονιδίων ή άλλων εκκρίσεων της μητέρας.
Η θεραπεία για τη νόσο COVID-19 σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα και χωρίς παράγοντες κινδύνου αντιμετωπίζει μόνο τα συμπτώματα (π.χ. αντιπυρετικά, υγρά, ανάπαυση).
Αρκετοί φαρμακευτικοί παράγοντες, έχουν εγκριθεί στην Ευρώπη για την έγκαιρη θεραπεία της νόσου COVID-19 σε άτομα με παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο και επιπλοκές της.
Η χρήση αντιβιοτικών αποθαρρύνεται, καθώς αυτά δεν είναι αποτελεσματικά κατά του SARS-CoV-2.
Χρησιμοποιούνται δύο τύποι εξετάσεων για την ανίχνευση της λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2:
Τα γρήγορα τεστ αντιγόνων είναι ταχύτερα, αλλά λιγότερο ακριβή από τα τεστ PCR. Και οι δύο εξετάσεις γίνονται συνήθως σε δείγματα που συλλέγονται από το φάρυγγα ή τη μύτη με τον ειδικό στειλεό.
Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου με συμπτώματα, πρέπει να ελέγχονται και εφόσον επιβεβαιωθεί η διάγνωση να λαμβάνουν αντιιϊκή αγωγή από το στόμα, που θα συνταγογραφήσει ο γιατρός τους.
Για να μειώσετε τον κίνδυνο εμφάνισης λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2:
Συνιστάται η χρήση μάσκας προσώπου σε πολυσύχναστους, κλειστούς, ανεπαρκώς αεριζόμενους χώρους π.χ. καταστήματα, μέσα μαζικής μεταφοράς και σε εξωτερικούς χώρους με συνωστισμό, σε περιοχές με κρούσματα COVID-19 και όταν δεν μπορεί να διασφαλιστεί η φυσική αποστασιοποίηση.
Ο ιός μπορεί να εισέλθει στο σώμα μέσω της μύτης, του στόματος ή/και των ματιών, οπότε τα άτομα πρέπει να αποφεύγουν να αγγίζουν τα πρόσωπά τους με άπλυτα χέρια. Το πλύσιμο των χεριών με σαπούνι και νερό για τουλάχιστον 20 δευτερόλεπτα ή ο καθαρισμός τους με αλκοολούχο αντισηπτικό διάλυμα, συστήνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ο καλός αερισμός των εσωτερικών χώρων με φυσικά ή μηχανικά μέσα είναι ένα σημαντικό μέτρο για τη μείωση του κινδύνου διασποράς της νόσου. Αποφύγετε ανεπαρκώς αεριζόμενους χώρους με συνωστισμό ατόμων.
Με την τήρηση των γενικών μέτρων υγιεινής:
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως η χρήση της μάσκας, μειώνει σημαντικά την μεταδοτικότητα της νόσου COVID-19.
Γι’ αυτό συστήνεται η εφαρμογή της μάσκας, κατά προτίμηση μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας (τύπου FFP2/KN95/FFP3), τόσο από τα άτομα που νοσούν, όσο και από τα άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού.
Ειδικά για τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, συστήνεται το ενδεχόμενο χρήσης μάσκας προσώπου, όταν επισκέπτονται πολυσύχναστους κλειστούς χώρους, όπου δεν είναι δυνατή η τήρηση επαρκούς φυσικής απόστασης.
Η χρήση μάσκας προσώπου, δεν θα πρέπει να υποκαθιστά άλλα συνιστώμενα μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης της νόσου COVID-19, όπως η φυσική απόσταση, η αναπνευστική υγιεινή, η υγιεινή των χεριών και η αποφυγή επαφής με το πρόσωπο, τη μύτη, τα μάτια και το στόμα.
Το κλειδί για την αποτελεσματική χρήση των μασκών προσώπου είναι να χρησιμοποιούνται σωστά και με συνέπεια.