Η λεϊσμανίαση είναι μια παρασιτική ασθένεια που οφείλεται σε ενδοκυτταρικό παράσιτο (πρωτόζωο), του γένους Leishmania (Λεϊσμάνια). Οι πιο κοινές μορφές είναι η σπλαγχνική λεϊσμανίαση (καλα- αζάρ), η δερματική λεϊσμανίαση και η βλεννογονοδερματική.
Η σπλαγχνική λεϊσμανίαση είναι η πιο σοβαρή μορφή της νόσου, προσβάλει πολλά εσωτερικά όργανα (συνήθως το σπλήνα, το ήπαρ και το μυελό των οστών) και είναι πιθανά θανατηφόρος εάν δεν θεραπευθεί. Υπάρχουν και ασυμπτωματικές μορφές. Η νόσος αυτή, σε όσους αναπτύσσουν συμπτώματα, χαρακτηρίζεται από πυρετό, απώλεια βάρους, διόγκωση ήπατος, σπληνός και λεμφαδένων, αναιμία ή/και πτώση του αριθμού των αιμοπεταλίων και των λευκών αιμοσφαιρίων.
Η δερματική λεϊσμανίαση -η πιο συχνή μορφή παγκοσμίως- προκαλεί κυρίως δερματικά έλκη και θεωρείται λιγότερο σοβαρή μορφή της νόσου.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται από λίγες ημέρες έως πολλούς μήνες μετά το τσίμπημα της μολυσμένης σκνίπας.
Νόσος με παρατεινόμενο διαλείποντα πυρετό, σπληνομεγαλία και απώλεια βάρους ως κύριες εκδηλώσεις.
Εμφάνιση μίας ή περισσοτέρων δερματικών βλαβών, συνήθως σε ακάλυπτα μέρη του σώματος (πρόσωπο, λαιμός, άνω και κάτω άκρα). Η βλάβη είναι οζώδης ή ελκώδης και παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε μερικά άτομα μπορεί να ακολουθήσει η εμφάνιση βλεννογόνιων βλαβών.
Για τη διάγνωση της σπλαχνικής λεϊσμανίασης
Κρούσμα με κλινική εικόνα συμβατή με σπλαγχνική λεϊσμανίαση και ορολογική ή/και παρασιτολογική επιβεβαίωση.
Κρούσμα με κλινική εικόνα συμβατή με δερματική λεϊσμανίαση και παρασιτολογική επιβεβαίωση. Σε περίπτωση βλεννογόνιων βλαβών μόνο, η εργαστηριακή επιβεβαίωση γίνεται ορολογικά.