ΚΕΕΛΠΝΟ

Τροφιμογενή Νοσήματα: "ΟΛΑ"

Ορισμός και αιτιολογία των τροφιμογενών νοσημάτων

Σύμφωνα με έναν βραχύ ορισμό, τροφιμογενές νόσημα είναι κάθε νόσημα που προκαλείται από την κατανάλωση τροφίμου ή νερού [i]. Έχουν περιγραφεί περισσότερα από 250 διαφορετικά τροφιμογενή νοσήματα. Τα συχνότερα αναγνωριζόμενα είναι αυτά που προκαλούνται από τα βακτήρια Campylobacter spp., Salmonella spp., Shigella spp. και εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (EHEC), καθώς και από μια ομάδα ιών που είναι γνωστοί με την ονομασία Noroviruses.

Λοίμωξη από Campylobacter

Προκαλείται από μια ομάδα Gram αρνητικών βακτηρίων που ανήκουν στο γένος Campylobacter και προκαλούν γαστρεντερίτιδα σε ανθρώπους και ζώα. Στον άνθρωπο οι λοιμώξεις από Campylobacter προκαλούνται κυρίως από το είδος Campylobacter jejuni και μόνο στο 1% των περιπτώσεων από άλλα είδη. Τα περισσότερα άτομα που νοσούν εμφανίζουν διάρροια (συχνά αιματηρή), κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετο και πυρετό, 2 έως 5 ημέρες μετά την έκθεση στο μικροοργανισμό. Κάποια άτομα δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα, ενώ αντίθετα στα ανοσοκατεσταλμένα άτομα το καμπυλοβακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος και να προκαλέσει σοβαρή και απειλητική για τη ζωή λοίμωξη. Τα περισσότερα άτομα αναρρώνουν πλήρως σε 2 με 5 ημέρες, αν και ορισμένες φορές τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν έως και 10 ημέρες. Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν μακροχρόνιες συνέπειες της λοίμωξης από Campylobacter. Κάποια άτομα μπορεί να εμφανίσουν αρθρίτιδα, ενώ άλλα μπορεί να εμφανίσουν το σύνδρομο Guillain-Barrè (αυτοάνοση διαταραχή του περιφερικού νευρικού συστήματος που καταλήγει σε οξεία νευρομυϊκή παράλυση) αρκετές εβδομάδες μετά τα συμπτώματα γαστρεντερίτιδας.

Σαλμονέλλωση

Προκαλείται από ένα Gram αρνητικό βακτήριο της οικογένειας των εντεροβακτηριοειδών. Το είδος το οποίο προκαλεί νόσο στον άνθρωπο είναι το Salmonella enterica, που έχει 6 υποείδη (enterica, salamae, arizonae, diarizonae, houtenae, indica). Το υποείδος enterica υποδιαιρείται σε περισσότερους από 2500 γνωστούς ορότυπους με βάση τα δύο αντιγόνα επιφανείας, το αντιγόνο του κυτταρικού τοιχώματος (Ο) και το βλεφαριδικό αντιγόνο (Η). Στην Ελλάδα, οι συχνότερα δηλούμενες σαλμονέλλες είναι η Salmonella enterica enterica ser. Enteritidis 1,9,12:g,m:- και η Salmonella enterica enterica ser. Typhimurium 1,4,[5],12:i:1,2. H νόσος εκδηλώνεται ως οξεία γαστρεντερίτιδα με μη αιματηρή διάρροια (στην πλειονότητα των περιπτώσεων) η οποία διαρκεί συνήθως 3-7 ημέρες και συνοδεύεται από πυρετό (σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων), κοιλιακό άλγος, μυαλγία, πονοκέφαλο, ναυτία (που μπορεί να προηγείται της διάρροιας) και έμετο. Συνήθως τα συμπτώματα της σαλμονέλλωσης έχουν αιφνίδια έναρξη. Η αφυδάτωση αποτελεί επιπλοκή της νόσου, κυρίως στα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους.

Σιγκέλλωση

Η σιγκέλλωση, γνωστή και ως βακτηριακή δυσεντερία, είναι μία τροφιμογενής λοίμωξη, που προκαλείται από το παθογόνο Shigella spp. Η Shigella spp. είναι ένα Gram αρνητικό βακτήριο της οικογένειας των εντεροβακτηριοειδών. Το γένος Shigella περιλαμβάνει τέσσερα είδη: S. dysenteriae (ομάδα Α), S. flexneri (oμάδα Β), S. boydii (oμάδα C) και S. sonnei (oμάδα D). Οι ομάδες A, B και C διαιρούνται περαιτέρω σε 15, 15 και 19 ορότυπους και υπότυπους, αντίστοιχα που αποδίδονται με αραβικούς αριθμούς και μικρά γράμματα (π.χ. S. flexneri 2a). Η S. sonnei (ομάδα D) έχει ένα μόνο ορότυπο. Οι ορότυποι διαφοροποιούνται με βάση το ειδικό αντιγόνο επιφανείας και το αντιγόνο του κυτταρικού τοιχώματος (Ο). Βλεφαριδικά αντιγόνα (Η) δεν υπάρχουν στις σιγκέλλες. Το νόσημα εμφανίζεται συχνά σε νεαρά παιδιά αλλά και σε ενήλικες ύστερα από ταξίδι σε περιοχές όπου το νόσημα ενδημεί. Ο μικροοργανισμός είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση μεμονωμένων κρουσμάτων, αλλά και συρροών/επιδημιών τροφιμογενούς αιτιολογίας. Η συμπτωματολογία της σιγκέλλωσης χαρακτηρίζεται από διάρροια που συνοδεύεται από πυρετό, ναυτία και κάποιες φορές τοξιναιμία, εμέτους, συσπάσεις του κοιλιακού τοιχώματος και τεινεσμό του εντέρου. Σε τυπικές περιπτώσεις τα διαρροϊκά κόπρανα περιέχουν αίμα και βλέννη (δυσεντερία). Αρκετά περιστατικά εμφανίζονται και με διάρροιες υδαρούς χαρακτήρα. Οι σπασμοί μπορεί να αποτελέσουν σοβαρή επιπλοκή σε μικρά παιδιά, ενώ η βακτηριαιμία είναι ασυνήθης.

Λοίμωξη από νοροϊούς

Οι νοροϊοί αποτελούν το πλέον συχνό αίτιο οξείας γαστρεντερίτιδας στις ανεπτυγμένες χώρες και μολύνουν μόνο τους ανθρώπους. Συνήθως, τα συμπτώματα είναι ήπια και υποχωρούν χωρίς να απαιτείται η επίσκεψη στο γιατρό. Τα κύρια συμπτώματα της γαστρεντερίτιδας από νοροϊό είναι οι διάρροιες (συνήθως υδαρείς) και οι έμετοι. Οι ασθενείς μπορεί, επίσης, να παρουσιάσουν ναυτία, πόνο και κράμπες στην κοιλιά, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους, κόπωση, ρίγη και σπανιότερα πυρετό που είναι κατά κανόνα χαμηλός. Το κυρίαρχο σύμπτωμα στους ενήλικες είναι η διάρροια, ενώ στα παιδιά ο έμετος.

Τροφιμογενή νοσήματα από τοξίνες

Κάποια τροφιμογενή νοσήματα προκαλούνται από την παρουσία τοξινών στα τρόφιμα που παράγονται από μικροοργανισμούς. Τα συχνότερα βακτήρια που μεταδίδονται μέσω τροφής ή νερού στον άνθρωπο και παράγουν τοξίνες είναι:

α) ο Staphylococcus aureus που παράγει εντεροτοξίνες οι οποίες προκαλούν τροφική δηλητηρίαση

β) το Clostridium perfringens για το οποίο έχουν περιγραφεί 5 τύποι (Α έως Ε) ανάλογα με τις τοξίνες που παράγονται. Δύο τύποι του μικροβίου παράγουν εντεροτοξίνες που προκαλούν γαστρεντερίτιδα: ο τύπος Α που προκαλεί επιδημίες γαστρεντερίτιδας και ο τύπος C που προκαλεί τη σπάνια αλλά αρκετά επικίνδυνη νεκρωτική εντεροκολίτιδα

γ) το Clostridium botulinum, που παράγει επτά διαφορετικούς τύπους παραλυτικής νευροτοξίνης (Α έως G), εκ των οποίων μόνο οι Α, Β, Ε και F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο

δ) ο Bacillus cereus που παράγει δύο είδη τοξίνης που προκαλούν γαστρεντερίτιδα, τη θερμοανθεκτική με κύριο σύμπτωμα τους εμέτους και τη θερμοευαίσθητη με κύριο σύμπτωμα τις διάρροιες.

Πολλά από τα τροφιμογενή νοσήματα προκαλούνται από νεοεμφανιζόμενα παθογόνα ή παθογόνα που πρόσφατα αναγνωρίστηκε ο ρόλος τους στην αιτιολογία των νοσημάτων αυτών, όπως π.χ. το Escherichia coli O157:H7, η Listeria monocytogenes ή τα μικροσπορίδια.

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται κάποια από τα συχνότερα τροφιμογενή νοσήματα ανά αιτιολογικό παράγοντα και κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά τους.

Πίνακας 1. Συχνότερα παθογόνα αίτια των τροφιμογενών νοσημάτων και χαρακτηριστικά του νοσήματος.

Παθογόνο αίτιο Περίοδος επώασης Σημεία και συμπτώματα Διάρκεια νοσήματος
Βακτήρια
Campylobacter jejuni 2–5 ημέρες Διάρροια (συχνά αιματηρή), κοιλιακές κράμπες, πυρετός, έμετος. 2–10 ημέρες
E. coli (EHEC) 1–8 ημέρες Σοβαρή διάρροια, συχνά αιματηρή, κοιλιακό άλγος και έμετος. 5–10 ημέρες
E. coli (ETEC) 1–3 ημέρες Υδαρής διάρροια, κοιλιακές κράμπες, έμετος. 3 – 7 ημέρες
Listeria

monocytogenes

9–48 ώρες για γαστρεντερικά συμπτώματα

2–6 εβδομάδες για διεισδυτική μορφή του νοσήματος

Πυρετός, μυϊκοί πόνοι, ναυτία ή διάρροια. Στις εγκύους: ήπια γριπώδης συνδρομή, πρόωρος τοκετός ή αποβολή του εμβρύου. Σε ηλικιωμένα ή ανοσοκατεσταλμένα άτομα: συχνά βακτηριαιμία ή μηνιγγίτιδα Ποικίλει
Στη γέννηση και βρεφική ηλικία Τα βρέφη που μολύνονται από τη μητέρα κινδυνεύουν να εμφανίσουν σηψαιμία ή μηνιγγίτιδα
Salmonella spp. (μη τύφο-παρατυφική) 1–3 ημέρες Διάρροια, πυρετός, κοιλιακές κράμπες, έμετος. 4–7 ημέρες
Salmonella Typhi και Paratyphi 3 ημέρες – 1 μήνα

1-10 ημέρες για τον παράτυφο

Πυρετός, πονοκέφαλος, δυσκοιλιότητα, καταβολή, ρίγος, μυαλγία. Η διάρροια είναι ασυνήθιστη, ο έμετος είναι συνήθως μικρής βαρύτητας. 4–7 ημέρες
Shigella spp. 24–48 ώρες Κοιλιακές κράμπες, πυρετός, διάρροια, τα κόπρανα μπορεί να περιέχουν αίμα και βλέννα 4–7 ημέρες
Vibrio cholerae 24–72 ώρες Αθρόα υδαρής διάρροια και έμετος, σοβαρή αφυδάτωση και θάνατος εντός λίγων ωρών 4–7 ημέρες
Yersinia enterocolytica 24–48 ώρες Συμπτώματα που μοιάζουν με σκωληκοειδίτιδα (διάρροια, έμετος, πυρετός και κοιλιακό άλγος). 1–3 εβδομάδες
Τοξίνες
Bacillus cereus 10–16 ώρες Κοιλιακές κράμπες, υδαρής διάρροια, ναυτία. 24–48 ώρες
Clostridium botulinum 12–72 ώρες Έμετος, διάρροια, θαμπή όραση, διπλωπία, δυσφαγία, μυϊκή αδυναμία, αναπνευστική ανεπάρκεια ή και θάνατος. Ποικίλει (ημέρες έως μήνες)
Clostridium botulinum – βρέφη (<12 μηνών) 3–30 ημέρες Λήθαργος, αδυναμία, υποσιτισμός, δυσκοιλιότητα, υποτονικότητα, φτωχός έλεγχος της κεφαλής, φτωχό αντανακλαστικό του θηλασμού και φαρυγγικό αντανακλαστικό. Ποικίλει
Clostridium perfringens 8–16 ώρες Υδαρής διάρροια, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, σπάνια πυρετός. 24–48 ώρες
Staphylococcus aureus 1–6 ώρες Ξαφνική έναρξη σοβαρής ναυτίας και εμέτου, κοιλιακές κράμπες. 24–48 ώρες
Ιοί
Hepatitis A virus 15–50 ημέρες

(28 ημέρες κατά μέσο όρο)

Κακουχία, απώλεια όρεξης, ναυτία, διάρροια, χολή στα ούρα, ίκτερος, γριπώδης συνδρομή. Ποικίλει: 2 εβδομάδες – 3 μήνες
Norovirus 12–48 ώρες Ναυτία, έμετος, κοιλιακές κράμπες, διάρροια, πυρετός, μυαλγία, πονοκέφαλος. 12–60 ώρες
Rotavirus 1–3 ημέρες Έμετος, υδαρής διάρροια, χαμηλός πυρετός, προσωρινή δυσανεξία στη λακτόζη. 4–8 ημέρες
Παράσιτα
Taenia solium 8–10 εβδομάδες Συνήθως ασυμπτωματική. Σπάνια νευροκυστικέρκωση (κεφαλαλγία, επιληψία, υδροκέφαλο) και μυοκυστικέρκωση (μυοσίτιδα, ψευδοδυστροφία). Αρκετές εβδομάδες έως μήνες
Taenia saginata 10–14 εβδομάδες Συνήθως ασυμπτωματική. Σπάνια διάρροια, διάχυτα κοιλιακά άλγη, μικρή απώλεια βάρους. Αρκετές εβδομάδες έως μήνες
Cryptosporidium parvum 2–10 ημέρες Διάρροια (συνήθως υδαρής), κράμπες στο στομάχι, μικρή πυρετική κίνηση. Eβδομάδες έως και μήνες
Entamoeba histolytica 2–3 ημέρες έως 1–4 εβδομάδες Διάρροια (συχνά αιματηρή), πόνος στην κάτω κοιλιακή χώρα. Αρκετές εβδομάδες έως μήνες
Giardia lamblia 1–2 εβδομάδες Διάρροια, κράμπες στο στομάχι. Ημέρες -εβδομάδες
Toxoplasma gondii 5–23 ημέρες Γενικά ασυμπτωματική νόσος, 20% μπορεί να εμφανίσουν τραχηλική λεμφαδενοπάθεια και/ή γριπώδη συνδρομή. Μήνες
Trichinella spiralis 1–2 ημέρες τα αρχικά συμπτώματα. Τα άλλα ξεκινούν 2–8 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη. Nαυτία, διάρροια, έμετος, κόπωση, πυρετός, κοιλιακή δυσφορία, ενώ ακολουθούν μυϊκός πόνος, αδυναμία, καρδιακές ή νευρολογικές επιπλοκές. Μήνες

Πηγή: CDC (2004). Diagnosis και Management of Foodborne Illnesses: A Primer for Physicians και Other Health Care Professionals. MMWR, 53(4): 7-12.

Παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας των τροφιμογενών νοσημάτων

Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από εξελίξεις που μπορεί να εξηγήσουν σε σημαντικό βαθμό την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων:

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της καταγραφής των τροφιμογενών νοσημάτων λόγω:

Συχνότητα εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων – Διεθνή δεδομένα

Η συχνότητα των τροφιμογενών νοσημάτων κατά κανόνα υποεκτιμάται, επειδή πρόκειται για νοσήματα με ήπια συμπτωματολογία που αυτοϊώνται, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των ασθενών να μην προσφεύγει στις υπηρεσίες υγείας και ο αριθμός των μη διαγνωσμένων περιπτώσεων να είναι μεγάλος.

Σύμφωνα με την τελευταία δημοσιευθείσα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), η οποία περιλαμβάνει τα δεδομένα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΕΑ/ΕFTA (Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών) για το 2009, η λοίμωξη από καμπυλοβακτηρίδιο και η σαλμονέλλωση παραμένουν οι πιο συχνά δηλούμενες λοιμώξεις που προκαλούν γαστρεντερίτιδα στην Ευρώπη.

Η λοίμωξη από καμπυλοβακτηρίδιο εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά 0-4 ετών, ενώ η επίπτωση του νοσήματος το 2009 δεν παρουσίασε μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Η δηλωθείσα επίπτωση της σαλμονέλλωσης μειώνεται σταθερά από το 2004 κάτι που οφείλεται, εν μέρει, στα επιτυχημένα προγράμματα ελέγχου στη βιομηχανία των πουλερικών. Το ποσοστό μόλυνσης από S. Enteritidis μειώθηκε κατά 24% το 2009 συγκριτικά με το 2008.

Η μεγαλύτερη νοσηρότητα παρατηρήθηκε το 2009 στην Τσεχία, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία, παρότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική μείωση των κρουσμάτων στις χώρες αυτές. Η συχνότητα δήλωσης των κρουσμάτων STEC/VTEC στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΕΑ/ΕFTA από το 2006 και μετά παρουσιάζει αυξητική τάση. Περισσότερα από τα μισά (52%) δηλωθέντα κρούσματα της λοίμωξης από STEC/VTEC το 2009 αφορούσαν τον υπότυπο Ο:157. Αυξημένη ήταν και η επίπτωση του αιμολυτικού ουραιμικού συνδρόμου (HUS), μίας δυνητικά θανατηφόρας κλινικής εκδήλωσης της λοίμωξης από STEC/VTEC το 2009. Τα δηλωθέντα κρούσματα STEC/VTEC με αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (HUS) ήταν στο σύνολό τους 242, κάτι που υποδηλώνει σημαντική αύξηση (66%) σε σχέση με τα 146 κρούσματα του 2008. Από τα παραπάνω κρούσματα HUS, τα 153 (63%) αφορούσαν παιδιά ηλικίας 0-4 ετών.

Η αύξηση αυτή μπορεί να σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά των οροτύπων του Ε. coli που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για δύο μεγάλες επιδημίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία. Ωστόσο, αυτή η πιθανή τάση για πιο σοβαρές λοιμώξεις χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.

Τα επιβεβαιωμένα δηλωθέντα κρούσματα λιστερίωσης έχουν, επίσης, αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στη Δανία, για λόγους που δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί.

Η δήλωση των κρουσμάτων ηπατίτιδας Α ήταν σχετικά σπάνια, αλλά η νοσηρότητα παρέμεινε υψηλή στη Λετονία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Τα συνολικά δηλωθέντα κρούσματα υερσινίωσης έχουν μειωθεί, παρόλα αυτά η νοσηρότητα παραμένει αυξημένη στις Βόρειες χώρες, τη Γερμανία, την Τσεχία και τη Σλοβακία.

Ο τυφοειδής/παρατυφοειδής πυρετός και η χολέρα συγκαταλέγονται στα σπάνια νοσήματα με τα περισσότερα δηλωθέντα κρούσματα να είναι σποραδικά και εισαγόμενα από χώρες εκτός Ευρώπης. Η διασπορά τους αντανακλά ταξιδιωτικούς προορισμούς των κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χώρες ενδημικές για τα νοσήματα αυτά.

Τα επιδημιολογικά δεδομένα των τροφιμογενών νοσημάτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις χώρες του EEA/EFTA είναι διαθέσιμα ανά νόσημα και έτος στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση: https://atlas.ecdc.europa.eu/public/index.aspx

Συχνότητα εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων – Δεδομένα από την Ελλάδα

Στην Ελλάδα, τα τροφιμογενή νοσήματα είναι τα συχνότερα δηλούμενα λοιμώδη νοσήματα, ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός των συρροών κρουσμάτων/επιδημιών τροφιμογενούς νοσήματος που δηλώνονται κάθε χρόνο στη χώρα μας (Πίνακας 3).

Πίνακας 2. Αριθμός δηλωθέντων κρουσμάτων τροφιμογενών νοσημάτων και συρροών/επιδημιών, Ελλάδα, Σύστημα Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων, 2004-2017.

Νόσημα 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015 2016 2017
Σαλμονέλλωση (μη τυφο-παρατυφική) 1327 1062 886 708 810 406 299 471 404 417 349 465 749 676
Ηπατίτιδα Α 52 160 120 282 119 89 58 41 74 165 86 62 214 276
Σιγκέλλωση 61 26 28 48 19 38 33 47 91 120 90 79 74 80
Τυφοειδής/Παρατυφοειδής πυρετός 20 20 16 18 11 4 10 8 6 8 9 17 13 7
Λιστερίωση 3 8 7 10 1 4 10 10 11 10 10 33 20 21
Λοίμωξη από EHEC (STEC/VTEC)* 2 0 1 1 0 0 1 1 0 2 1 1 2 3
Αλλαντίαση 0 0 0 0 0 1 0 0 0 0 0 0 0 3
Συρροές 54 43 53 51 40 23 27 20 34 23 19 13 34 21

*Λοίμωξη από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (EHEC), κολοβακτηρίδιο που παράγει Shiga / Vero τοξίνη (STEC/VTEC)

Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων βακτηριακής αιτιολογίας

Κλασικές μέθοδοι απομόνωσης και τυποποίησης

  1. καλλιέργεια κλινικών δειγμάτων
  2. ορολογική ταυτοποίηση (serotyping) που βασίζεται στην ταξινόμηση των μικροοργανισμών σε ορότυπους με βάση την αντιγονικότητα του σωματικού αντιγόνου (Ο αντιγόνο) του βλεφαριδικού (Η αντιγόνο) ή της κυτταρικής κάψας (Κ αντιγόνο)
  3. λυσιτυπία (phage typing) που στηρίζεται στην ιδιότητα κάθε μικροβιακού κλώνου να λύεται από συγκεκριμένους φάγους, ιδιότητα που οφείλεται στην παρουσία υποδοχέων, που επιτρέπουν στο φάγο να δεσμευτεί στην επιφάνεια του βακτηριακού κυττάρου

Απομόνωση και τυποποίηση συχνότερων παθογόνων

Salmonella spp. / Shigella spp.
  1. η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας κοπράνων, ούρων, αίματος, μυελού των οστών για τη Salmonella και κοπράνων για τη Shigella. Χρησιμοποιούνται ειδικά εκλεκτικά καλλιεργητικά υλικά, κοινά και για τα δύο παθογόνα που διαχωρίζονται σε ενδιάμεσης εκλεκτικότητας και υψηλής εκλεκτικότητας.
  2. μετά την απομόνωση του βακτηρίου ακολουθεί ορολογική τυποποίηση με ειδικούς αντιορούς με τους οποίους προσδιορίζoνται το σωματικό αντιγόνο Ο, το βλεφαριδικό αντιγόνο φάσης 1, φάσης 2 και το αντιγόνο Vi για τη Salmonella, και το σωματικό αντιγόνο Ο για τη Shigella.
Campylobacter spp.
  1. η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας δείγματος κοπράνων ή αίματος σε ειδικά εκλεκτικά υλικά στους 42oC σε μικροαερόφιλες συνθήκες
  2. η ταυτοποίηση σε επίπεδο είδους βασίζεται κυρίως στην υδρόλυση του ιππουρικού νατρίου, στην αντοχή στην κεφαλοθίνη και στην ευαισθησία στο ναλιδιξικό οξύ.
E. coli Ο157
  1. η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας κοπράνων/ορθικού επιχρίσματος σε ειδικό εκλεκτικό υλικό που περιέχει σορβιτόλη. Τα στελέχη του E. coli O157-Η7 δεν ζυμώνουν τη σορβιτόλη, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν άχροες αποικίες. Μετά την απομόνωση ακολουθεί οροτυποποίηση με ειδικούς αντιορούς.
  2. η ανίχνευση βεροτοξίνης ή Shiga-like τοξίνης στα στελέχη αυτά γίνεται στη καθημερινή πρακτική με τη μέθοδο ELISA (Εnzyme-Linked Immunosorbent Assay) ή με μοριακές μεθόδους όπως η PCR (Polymerase-Chain Reaction) με εκκινητές για τα γονίδια stx1 και stx2 (υπεύθυνα για την παραγωγή τοξίνης) ή χρήση DNA ανιχνευτών για τα παραπάνω γονίδια. Οι μέθοδοι αυτοί χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση τοξίνης απευθείας σε αιμορραγικά κόπρανα χωρίς να είναι απαραίτητη η καλλιέργεια και απομόνωση του εντεροαιμορραγικού E. coli.
Yersinia enterocolitica
  1. η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κοπράνων ή άλλων κλινικών δειγμάτων σε εκλεκτικά υλικά. Ακολουθεί οροτυποποίηση με ειδικούς αντιορούς.
Listeria monocytogenes
  1. η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κυρίως στείρων κλινικών δειγμάτων (αίμα, ΕΝΥ, πλακούντας, αμνιακό υγρό κ.α) σε κοινά ή ειδικά εκλεκτικά υλικά. Ακολουθεί ορολογική ταυτοποίηση βάση του σωματικού Ο και βλεφαριδικού αντιγόνου Η.
Vibrio cholerae
  1. η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κοπράνων, αφού προηγηθεί εμπλουτισμός σε αλκαλικό πεπτονούχο νερό. Μετά την απομόνωση ακολουθεί ορολογική ταυτοποίηση με ειδικούς αντιορούς.

Μοριακές μέθοδοι ανίχνευσης

Η γονοτυπική ανάλυση με μοριακές μεθόδους κάνει ευκολότερο το διαχωρισμό των στελεχών Salmonella, Shigella, Listeria monocytogenes με αποτέλεσμα τη σύνδεση των απομονωθέντων από περιβαλλοντικές πηγές/τρόφιμα με τα κλινικά δείγματα. Οι κάτωθι μοριακές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην περίπτωση επιδημιών:

Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων από τοξίνες

Βacillus cereus

για την ανίχνευση των τοξινών σε τρόφιμο ή σε απομονωμένο από καλλιέργεια στέλεχος χρησιμοποιούνται γρήγορα διαγνωστικά τεστ που στηρίζονται:

Clostridium botulinum
  1. η ανίχνευση τοξίνης σε δείγμα τροφίμου ή σε απομονωμένο από καλλιέργεια στέλεχος γίνεται με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA
Clostridium perfringens
  1. ανίχνευση τοξινών σε δείγμα ιστού με PCR
  2. ανίχνευση τοξινών με ΕLISA
Staplylococcus aureus
  1. ανίχνευση τοξίνης σε δείγμα τροφίμου γίνεται με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA, με Enzyme-Linked Fluorescence Assays (EFLA), RPLA-based test ή με συγκολλητινοαντίδραση με σωματίδια Latex (Reversed passive latex agglutination RPLA)

Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων ιογενούς αιτιολογίας

Norovirus
  1. ανίχνευση ιϊκού RNA με RT-PCR (real-time PCR) σε δείγμα κοπράνων ή εμεσμάτων μέχρι και 5 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων (μπορεί να ανιχνευθεί έως και 2 εβδομάδες μετά την ανάρρωση)
  2. ορολογικά: απαιτείται τετραπλασιασμός του τίτλου των αντισωμάτων μεταξύ οξείας φάσης και φάσης ανάρρωσης
  3. ανοσοενζυμική μέθοδος στα κόπρανα
  4. ανάλυση αλληλουχίας βάσεων (sequencing) των στελεχών σε κλινικά και περιβαλλοντικά δείγματα βοηθά στην επιδημιολογική διερεύνηση με το να συνδέει κρούσματα μεταξύ τους και με κοινή πηγή.
Ηπατίτιδα Α
  1. ορολογικά: ανίχνευση ειδικού IgM αντισώματος με ανοσοενζυμική μέθοδο για τη διάγνωση της οξείας φάσης. Η ανεύρεση ολικών HAV αντισωμάτων χωρίς την παρουσία IgM υποδηλώνει παλαιά λοίμωξη
  2. ανίχνευση ιϊκού RNA με RT-PCR (real-time PCR)
Rotavirus
  1. ανίχνευση αντιγόνου με ανοσοενζυμική μέθοδο ή με συγκολλητινοαντίδραση και ανοσοχρωματογραφία
  2. ανίχνευση νουκλεϊκού οξέος σε κόπρανα ή δείγματα εντερικού ιστού με RT- PCR
Adenovirus
  1. ανίχνευση αντιγόνου με ανοσοενζυμική μέθοδο ή ανοσοχρωματογραφία PCR

Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων από παράσιτα

Trichinella spiralis
  1. άμεση ανίχνευση προνυμφών του σκώληκα σε δείγματα μυών βιοψίας
  2. ορολογικά με ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων
Toxoplasma gondii
  1. ορολογικά με ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων: με έμμεσο ανοσοφθορισμό (IF), με ανοσοενζυμική μέθοδο (ΕLISA), με τη μέθοδο παθητικής αιμοσυγκόλλησης
  2. άμεση ανίχνευση του παρασίτου σε μονιμοποιημένα ιστικά δείγματα, σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ), ή σε άλλο υλικό βιοψίας
  3. PCR στο αμνιακό υγρό για τη διάγνωση της συγγενούς τοξοπλάσμωσης
Cryptosporidium parvum
  1. άμεση αναζήτηση με μικροσκόπηση κύστεων α) σε νωπό παρασκεύασμα κοπράνων ή υλικού βιοψίας εντέρου, β) σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και γ) σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις (τροποποιημένη οξεάντοχη χρώση) ή ανοσοφθορισμό
  2. ανίχνευση αντιγόνων του παρασίτου με ανοσοενζυμικές μεθόδους
  3. PCR στα κόπρανα
Entamoeba histolytica
  1. άμεση αναζήτηση με μικροσκοπική εξέταση κύστεων ή και τροφοζωϊτών σε νωπό παρασκεύασμα στα κόπρανα, σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις
  2. ανίχνευση αντιγόνου στα κόπρανα με ανοσοενζυμική μέθοδο (EIA, ELISA) και με ανοσοχρωματογραφία
  3. PCR στα κόπρανα
  4. ορολογικά με ανίχνευση αντισωμάτων (έμμεσος ανοσοφθορισμός, έμμεση αιμοσυγκόλληση). Η μέθοδος είναι χρήσιμη στη διάγνωση της εξωεντερικής μορφής της νόσου (ηπατικό απόστημα).
Giardia lamblia
  1. άμεση αναζήτηση με μικροσκοπική εξέταση κύστεων ή και τροφοζωϊτών στα κόπρανα ή σε δωδεκαδακτυλικό υγρό σε νωπά παρασκευάσματα, σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις
  2. ανίχνευση αντιγόνων του παρασίτου σε κόπρανα και δωδεκαδακτυλικό υγρό με ανοσοενζυμική μέθοδο (ΕΙΑ, ΕLISA), με ανοσοχρωματογραφία, με άμεσο ανοσοφθορισμό χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα

Επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων

Οι επιδημίες τροφιμογενούς νοσήματος διακρίνονται σε επιδημίες από κοινή πηγή (common-source outbreaks), κλιμακούμενες (propagated outbreaks) ή μικτές (mixed outbreaks).

Στις επιδημίες από κοινή πηγή η πηγή μπορεί να είναι: α) σημειακή (point common source), όπου πολλά άτομα εκτίθενται σε μία κοινή πηγή (συνήθως τρόφιμο)/παθογόνο για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα, που μπορεί να ποικίλει από μερικές ώρες έως και μερικές εβδομάδες, β) διαλείπουσα (intermittent common source), όπου η έκθεση στην κοινή πηγή δεν είναι εντοπισμένη σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά η απελευθέρωση του λοιμογόνου παράγοντα γίνεται κατά διαστήματα ή γ) συνεχής (continuous common source) όπου η έκθεση των ατόμων διαρκεί για ένα σχετικά παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Στις κλιμακούμενες επιδημίες η μετάδοση του νοσήματος γίνεται από άτομο σε άτομο είτε άμεσα είτε με τη μεσολάβηση κάποιου ενδιάμεσου τροφίμου.

Στις μικτές επιδημίες, τέλος, παρατηρείται συνήθως η έκθεση ενός αριθμού ατόμων σε μια κοινή πηγή (πρωτογενή κρούσματα) και στη συνέχεια η έκθεση κάποιων άλλων ατόμων (δευτερογενή κρούσματα) στα πρωτογενή κρούσματα (μετάδοση από άτομο σε άτομο). Πολλά παθογόνα που προκαλούν επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων (Norovirus, ιός της Ηπατίτιδας Α, Shigella spp. και E. coli) ακολουθούν συνήθως το πρότυπο της μικτής επιδημίας. Όταν οι επιδημίες αφορούν άτομα της ίδιας οικογένειας ή άτομα που συμμετείχαν σε ένα κοινό γεύμα χαρακτηρίζονται ως κλειστές, ενώ όταν αφορούν άτομα του πληθυσμού που απλά συνέπεσε να καταναλώσουν το ίδιο τρόφιμο/νερό, ως ανοικτές. Οι επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων εμφανίζονται συνήθως σε τοπικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αναγνωρίζονται όλο και πιο συχνά επιδημίες που αφορούν μια ολόκληρη χώρα ή και περισσότερες από μια χώρες. Πρόσφατα παραδείγματα ανοικτών επιδημιών τροφιμογενούς αιτιολογίας που έλαβαν διαστάσεις αποτελούν η επιδημία λιστερίωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 2011 με περισσότερα από 100 κρούσματα σε 25 πολιτείες και η επιδημία από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο στη Γερμανία που απασχόλησε όλες τις χώρες της Ευρώπης το ίδιο έτος.

Μέτρα πρόληψης των τροφιμογενών νοσημάτων

Κάποια απλά μέτρα που μπορούμε να εφαρμόσουμε σε ατομικό επίπεδο για την πρόληψη των νοσημάτων αυτών είναι:

Επιλεγμένες βιβλιογραφικές αναφορές