Τροφιμογενή Νοσήματα: "ΟΛΑ"
- Α
- Β
- Γ
- Δ
- Ε
- Ζ
- Η
- Θ
- Ι
- Κ
- Λ
- Μ
- Ν
- Ξ
- Ο
- Π
- Ρ
- Σ - S
- Τ
- Υ
- Φ
- Χ
- Ψ - C
- Ω - V
- ΟΛΑ
Ορισμός και αιτιολογία των τροφιμογενών νοσημάτων
Σύμφωνα με έναν βραχύ ορισμό, τροφιμογενές νόσημα είναι κάθε νόσημα που προκαλείται από την κατανάλωση τροφίμου ή νερού [i]. Έχουν περιγραφεί περισσότερα από 250 διαφορετικά τροφιμογενή νοσήματα. Τα συχνότερα αναγνωριζόμενα είναι αυτά που προκαλούνται από τα βακτήρια Campylobacter spp., Salmonella spp., Shigella spp. και εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (EHEC), καθώς και από μια ομάδα ιών που είναι γνωστοί με την ονομασία Noroviruses.
Λοίμωξη από Campylobacter
Προκαλείται από μια ομάδα Gram αρνητικών βακτηρίων που ανήκουν στο γένος Campylobacter και προκαλούν γαστρεντερίτιδα σε ανθρώπους και ζώα. Στον άνθρωπο οι λοιμώξεις από Campylobacter προκαλούνται κυρίως από το είδος Campylobacter jejuni και μόνο στο 1% των περιπτώσεων από άλλα είδη. Τα περισσότερα άτομα που νοσούν εμφανίζουν διάρροια (συχνά αιματηρή), κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετο και πυρετό, 2 έως 5 ημέρες μετά την έκθεση στο μικροοργανισμό. Κάποια άτομα δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα, ενώ αντίθετα στα ανοσοκατεσταλμένα άτομα το καμπυλοβακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος και να προκαλέσει σοβαρή και απειλητική για τη ζωή λοίμωξη. Τα περισσότερα άτομα αναρρώνουν πλήρως σε 2 με 5 ημέρες, αν και ορισμένες φορές τα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν έως και 10 ημέρες. Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν μακροχρόνιες συνέπειες της λοίμωξης από Campylobacter. Κάποια άτομα μπορεί να εμφανίσουν αρθρίτιδα, ενώ άλλα μπορεί να εμφανίσουν το σύνδρομο Guillain-Barrè (αυτοάνοση διαταραχή του περιφερικού νευρικού συστήματος που καταλήγει σε οξεία νευρομυϊκή παράλυση) αρκετές εβδομάδες μετά τα συμπτώματα γαστρεντερίτιδας.
Σαλμονέλλωση
Προκαλείται από ένα Gram αρνητικό βακτήριο της οικογένειας των εντεροβακτηριοειδών. Το είδος το οποίο προκαλεί νόσο στον άνθρωπο είναι το Salmonella enterica, που έχει 6 υποείδη (enterica, salamae, arizonae, diarizonae, houtenae, indica). Το υποείδος enterica υποδιαιρείται σε περισσότερους από 2500 γνωστούς ορότυπους με βάση τα δύο αντιγόνα επιφανείας, το αντιγόνο του κυτταρικού τοιχώματος (Ο) και το βλεφαριδικό αντιγόνο (Η). Στην Ελλάδα, οι συχνότερα δηλούμενες σαλμονέλλες είναι η Salmonella enterica enterica ser. Enteritidis 1,9,12:g,m:- και η Salmonella enterica enterica ser. Typhimurium 1,4,[5],12:i:1,2. H νόσος εκδηλώνεται ως οξεία γαστρεντερίτιδα με μη αιματηρή διάρροια (στην πλειονότητα των περιπτώσεων) η οποία διαρκεί συνήθως 3-7 ημέρες και συνοδεύεται από πυρετό (σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων), κοιλιακό άλγος, μυαλγία, πονοκέφαλο, ναυτία (που μπορεί να προηγείται της διάρροιας) και έμετο. Συνήθως τα συμπτώματα της σαλμονέλλωσης έχουν αιφνίδια έναρξη. Η αφυδάτωση αποτελεί επιπλοκή της νόσου, κυρίως στα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους.
Σιγκέλλωση
Η σιγκέλλωση, γνωστή και ως βακτηριακή δυσεντερία, είναι μία τροφιμογενής λοίμωξη, που προκαλείται από το παθογόνο Shigella spp. Η Shigella spp. είναι ένα Gram αρνητικό βακτήριο της οικογένειας των εντεροβακτηριοειδών. Το γένος Shigella περιλαμβάνει τέσσερα είδη: S. dysenteriae (ομάδα Α), S. flexneri (oμάδα Β), S. boydii (oμάδα C) και S. sonnei (oμάδα D). Οι ομάδες A, B και C διαιρούνται περαιτέρω σε 15, 15 και 19 ορότυπους και υπότυπους, αντίστοιχα που αποδίδονται με αραβικούς αριθμούς και μικρά γράμματα (π.χ. S. flexneri 2a). Η S. sonnei (ομάδα D) έχει ένα μόνο ορότυπο. Οι ορότυποι διαφοροποιούνται με βάση το ειδικό αντιγόνο επιφανείας και το αντιγόνο του κυτταρικού τοιχώματος (Ο). Βλεφαριδικά αντιγόνα (Η) δεν υπάρχουν στις σιγκέλλες. Το νόσημα εμφανίζεται συχνά σε νεαρά παιδιά αλλά και σε ενήλικες ύστερα από ταξίδι σε περιοχές όπου το νόσημα ενδημεί. Ο μικροοργανισμός είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση μεμονωμένων κρουσμάτων, αλλά και συρροών/επιδημιών τροφιμογενούς αιτιολογίας. Η συμπτωματολογία της σιγκέλλωσης χαρακτηρίζεται από διάρροια που συνοδεύεται από πυρετό, ναυτία και κάποιες φορές τοξιναιμία, εμέτους, συσπάσεις του κοιλιακού τοιχώματος και τεινεσμό του εντέρου. Σε τυπικές περιπτώσεις τα διαρροϊκά κόπρανα περιέχουν αίμα και βλέννη (δυσεντερία). Αρκετά περιστατικά εμφανίζονται και με διάρροιες υδαρούς χαρακτήρα. Οι σπασμοί μπορεί να αποτελέσουν σοβαρή επιπλοκή σε μικρά παιδιά, ενώ η βακτηριαιμία είναι ασυνήθης.
Λοίμωξη από νοροϊούς
Οι νοροϊοί αποτελούν το πλέον συχνό αίτιο οξείας γαστρεντερίτιδας στις ανεπτυγμένες χώρες και μολύνουν μόνο τους ανθρώπους. Συνήθως, τα συμπτώματα είναι ήπια και υποχωρούν χωρίς να απαιτείται η επίσκεψη στο γιατρό. Τα κύρια συμπτώματα της γαστρεντερίτιδας από νοροϊό είναι οι διάρροιες (συνήθως υδαρείς) και οι έμετοι. Οι ασθενείς μπορεί, επίσης, να παρουσιάσουν ναυτία, πόνο και κράμπες στην κοιλιά, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους, κόπωση, ρίγη και σπανιότερα πυρετό που είναι κατά κανόνα χαμηλός. Το κυρίαρχο σύμπτωμα στους ενήλικες είναι η διάρροια, ενώ στα παιδιά ο έμετος.
Τροφιμογενή νοσήματα από τοξίνες
Κάποια τροφιμογενή νοσήματα προκαλούνται από την παρουσία τοξινών στα τρόφιμα που παράγονται από μικροοργανισμούς. Τα συχνότερα βακτήρια που μεταδίδονται μέσω τροφής ή νερού στον άνθρωπο και παράγουν τοξίνες είναι:
α) ο Staphylococcus aureus που παράγει εντεροτοξίνες οι οποίες προκαλούν τροφική δηλητηρίαση
β) το Clostridium perfringens για το οποίο έχουν περιγραφεί 5 τύποι (Α έως Ε) ανάλογα με τις τοξίνες που παράγονται. Δύο τύποι του μικροβίου παράγουν εντεροτοξίνες που προκαλούν γαστρεντερίτιδα: ο τύπος Α που προκαλεί επιδημίες γαστρεντερίτιδας και ο τύπος C που προκαλεί τη σπάνια αλλά αρκετά επικίνδυνη νεκρωτική εντεροκολίτιδα
γ) το Clostridium botulinum, που παράγει επτά διαφορετικούς τύπους παραλυτικής νευροτοξίνης (Α έως G), εκ των οποίων μόνο οι Α, Β, Ε και F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο
δ) ο Bacillus cereus που παράγει δύο είδη τοξίνης που προκαλούν γαστρεντερίτιδα, τη θερμοανθεκτική με κύριο σύμπτωμα τους εμέτους και τη θερμοευαίσθητη με κύριο σύμπτωμα τις διάρροιες.
Πολλά από τα τροφιμογενή νοσήματα προκαλούνται από νεοεμφανιζόμενα παθογόνα ή παθογόνα που πρόσφατα αναγνωρίστηκε ο ρόλος τους στην αιτιολογία των νοσημάτων αυτών, όπως π.χ. το Escherichia coli O157:H7, η Listeria monocytogenes ή τα μικροσπορίδια.
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται κάποια από τα συχνότερα τροφιμογενή νοσήματα ανά αιτιολογικό παράγοντα και κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά τους.
Πίνακας 1. Συχνότερα παθογόνα αίτια των τροφιμογενών νοσημάτων και χαρακτηριστικά του νοσήματος.
Παθογόνο αίτιο |
Περίοδος επώασης |
Σημεία και συμπτώματα |
Διάρκεια νοσήματος |
Βακτήρια
|
Campylobacter jejuni |
2–5 ημέρες |
Διάρροια (συχνά αιματηρή), κοιλιακές κράμπες, πυρετός, έμετος. |
2–10 ημέρες |
E. coli (EHEC) |
1–8 ημέρες |
Σοβαρή διάρροια, συχνά αιματηρή, κοιλιακό άλγος και έμετος. |
5–10 ημέρες |
E. coli (ETEC) |
1–3 ημέρες |
Υδαρής διάρροια, κοιλιακές κράμπες, έμετος. |
3 – 7 ημέρες |
Listeria
monocytogenes |
9–48 ώρες για γαστρεντερικά συμπτώματα
2–6 εβδομάδες για διεισδυτική μορφή του νοσήματος |
Πυρετός, μυϊκοί πόνοι, ναυτία ή διάρροια. Στις εγκύους: ήπια γριπώδης συνδρομή, πρόωρος τοκετός ή αποβολή του εμβρύου. Σε ηλικιωμένα ή ανοσοκατεσταλμένα άτομα: συχνά βακτηριαιμία ή μηνιγγίτιδα |
Ποικίλει |
Στη γέννηση και βρεφική ηλικία |
Τα βρέφη που μολύνονται από τη μητέρα κινδυνεύουν να εμφανίσουν σηψαιμία ή μηνιγγίτιδα |
|
Salmonella spp. (μη τύφο-παρατυφική) |
1–3 ημέρες |
Διάρροια, πυρετός, κοιλιακές κράμπες, έμετος. |
4–7 ημέρες |
Salmonella Typhi και Paratyphi |
3 ημέρες – 1 μήνα
1-10 ημέρες για τον παράτυφο |
Πυρετός, πονοκέφαλος, δυσκοιλιότητα, καταβολή, ρίγος, μυαλγία. Η διάρροια είναι ασυνήθιστη, ο έμετος είναι συνήθως μικρής βαρύτητας. |
4–7 ημέρες |
Shigella spp. |
24–48 ώρες |
Κοιλιακές κράμπες, πυρετός, διάρροια, τα κόπρανα μπορεί να περιέχουν αίμα και βλέννα |
4–7 ημέρες |
Vibrio cholerae |
24–72 ώρες |
Αθρόα υδαρής διάρροια και έμετος, σοβαρή αφυδάτωση και θάνατος εντός λίγων ωρών |
4–7 ημέρες |
Yersinia enterocolytica |
24–48 ώρες |
Συμπτώματα που μοιάζουν με σκωληκοειδίτιδα (διάρροια, έμετος, πυρετός και κοιλιακό άλγος). |
1–3 εβδομάδες |
Τοξίνες |
Bacillus cereus |
10–16 ώρες |
Κοιλιακές κράμπες, υδαρής διάρροια, ναυτία. |
24–48 ώρες |
Clostridium botulinum |
12–72 ώρες |
Έμετος, διάρροια, θαμπή όραση, διπλωπία, δυσφαγία, μυϊκή αδυναμία, αναπνευστική ανεπάρκεια ή και θάνατος. |
Ποικίλει (ημέρες έως μήνες) |
Clostridium botulinum – βρέφη (<12 μηνών) |
3–30 ημέρες |
Λήθαργος, αδυναμία, υποσιτισμός, δυσκοιλιότητα, υποτονικότητα, φτωχός έλεγχος της κεφαλής, φτωχό αντανακλαστικό του θηλασμού και φαρυγγικό αντανακλαστικό. |
Ποικίλει |
Clostridium perfringens |
8–16 ώρες |
Υδαρής διάρροια, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, σπάνια πυρετός. |
24–48 ώρες |
Staphylococcus aureus |
1–6 ώρες |
Ξαφνική έναρξη σοβαρής ναυτίας και εμέτου, κοιλιακές κράμπες. |
24–48 ώρες |
Ιοί |
Hepatitis A virus |
15–50 ημέρες
(28 ημέρες κατά μέσο όρο) |
Κακουχία, απώλεια όρεξης, ναυτία, διάρροια, χολή στα ούρα, ίκτερος, γριπώδης συνδρομή. |
Ποικίλει: 2 εβδομάδες – 3 μήνες |
Norovirus |
12–48 ώρες |
Ναυτία, έμετος, κοιλιακές κράμπες, διάρροια, πυρετός, μυαλγία, πονοκέφαλος. |
12–60 ώρες |
Rotavirus |
1–3 ημέρες |
Έμετος, υδαρής διάρροια, χαμηλός πυρετός, προσωρινή δυσανεξία στη λακτόζη. |
4–8 ημέρες |
Παράσιτα |
Taenia solium |
8–10 εβδομάδες |
Συνήθως ασυμπτωματική. Σπάνια νευροκυστικέρκωση (κεφαλαλγία, επιληψία, υδροκέφαλο) και μυοκυστικέρκωση (μυοσίτιδα, ψευδοδυστροφία). |
Αρκετές εβδομάδες έως μήνες |
Taenia saginata |
10–14 εβδομάδες |
Συνήθως ασυμπτωματική. Σπάνια διάρροια, διάχυτα κοιλιακά άλγη, μικρή απώλεια βάρους. |
Αρκετές εβδομάδες έως μήνες |
Cryptosporidium parvum |
2–10 ημέρες |
Διάρροια (συνήθως υδαρής), κράμπες στο στομάχι, μικρή πυρετική κίνηση. |
Eβδομάδες έως και μήνες |
Entamoeba histolytica |
2–3 ημέρες έως 1–4 εβδομάδες |
Διάρροια (συχνά αιματηρή), πόνος στην κάτω κοιλιακή χώρα. |
Αρκετές εβδομάδες έως μήνες |
Giardia lamblia |
1–2 εβδομάδες |
Διάρροια, κράμπες στο στομάχι. |
Ημέρες -εβδομάδες |
Toxoplasma gondii |
5–23 ημέρες |
Γενικά ασυμπτωματική νόσος, 20% μπορεί να εμφανίσουν τραχηλική λεμφαδενοπάθεια και/ή γριπώδη συνδρομή. |
Μήνες |
Trichinella spiralis |
1–2 ημέρες τα αρχικά συμπτώματα. Τα άλλα ξεκινούν 2–8 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη. |
Nαυτία, διάρροια, έμετος, κόπωση, πυρετός, κοιλιακή δυσφορία, ενώ ακολουθούν μυϊκός πόνος, αδυναμία, καρδιακές ή νευρολογικές επιπλοκές. |
Μήνες |
Πηγή: CDC (2004). Diagnosis και Management of Foodborne Illnesses: A Primer for Physicians και Other Health Care Professionals. MMWR, 53(4): 7-12.
Παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας των τροφιμογενών νοσημάτων
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από εξελίξεις που μπορεί να εξηγήσουν σε σημαντικό βαθμό την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων:
- η εισαγωγή νέων πρακτικών στο τάισμα των ζώων και οι αλλαγές στην κτηνοτροφία που στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγής
- οι αλλαγές στις γεωπονικές διαδικασίες και η χρήση χημικών ουσιών για τη βελτίωση της ποιότητας και ποσότητας της παραγωγής
- οι αλλαγές στην τεχνολογία των τροφίμων και στις διαδικασίες επεξεργασίας και συσκευασίας
- οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως αύξηση των ταξιδιών σε διεθνές επίπεδο και συχνή κατανάλωση τροφίμων εκτός του οικιακού περιβάλλοντος
- η αύξηση του διεθνούς εμπορίου με συνέπεια τη μεταφορά μικροοργανισμών από τη μια χώρα στην άλλη, την αύξηση του χρόνου μεταξύ προετοιμασίας και κατανάλωσης των τροφίμων και την έκθεση του πληθυσμού σε μεγαλύτερο αριθμό στελεχών/τύπων των παθογόνων που προκαλούν τροφιμογενή νοσήματα
- η αύξηση του αριθμού των ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, κυρίως λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής και της αύξησης του ποσοστού των ανοσοκατασταλμένων ατόμων
- οι κλιματικές αλλαγές όπως το φαινόμενο της υπερθέρμανσης και οι αλλαγές που αυτό επιφέρει.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της καταγραφής των τροφιμογενών νοσημάτων λόγω:
- της βελτίωσης των διαγνωστικών εργαστηριακών εξετάσεων που επιτρέπουν την αναγνώριση παθογόνων που στο παρελθόν ήταν άγνωστα ή δύσκολο να ανεβρεθούν
- της βελτίωσης των συστημάτων επιτήρησης των νοσημάτων και της ευαισθητοποίησης των κλινικών και εργαστηριακών γιατρών όσον αφορά την καταγραφή
- της ευαισθητοποίησης του κοινού σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας των τροφίμων
Συχνότητα εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων – Διεθνή δεδομένα
Η συχνότητα των τροφιμογενών νοσημάτων κατά κανόνα υποεκτιμάται, επειδή πρόκειται για νοσήματα με ήπια συμπτωματολογία που αυτοϊώνται, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των ασθενών να μην προσφεύγει στις υπηρεσίες υγείας και ο αριθμός των μη διαγνωσμένων περιπτώσεων να είναι μεγάλος.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσιευθείσα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), η οποία περιλαμβάνει τα δεδομένα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΕΑ/ΕFTA (Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών) για το 2009, η λοίμωξη από καμπυλοβακτηρίδιο και η σαλμονέλλωση παραμένουν οι πιο συχνά δηλούμενες λοιμώξεις που προκαλούν γαστρεντερίτιδα στην Ευρώπη.
Η λοίμωξη από καμπυλοβακτηρίδιο εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά 0-4 ετών, ενώ η επίπτωση του νοσήματος το 2009 δεν παρουσίασε μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Η δηλωθείσα επίπτωση της σαλμονέλλωσης μειώνεται σταθερά από το 2004 κάτι που οφείλεται, εν μέρει, στα επιτυχημένα προγράμματα ελέγχου στη βιομηχανία των πουλερικών. Το ποσοστό μόλυνσης από S. Enteritidis μειώθηκε κατά 24% το 2009 συγκριτικά με το 2008.
Η μεγαλύτερη νοσηρότητα παρατηρήθηκε το 2009 στην Τσεχία, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία, παρότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική μείωση των κρουσμάτων στις χώρες αυτές. Η συχνότητα δήλωσης των κρουσμάτων STEC/VTEC στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΕΑ/ΕFTA από το 2006 και μετά παρουσιάζει αυξητική τάση. Περισσότερα από τα μισά (52%) δηλωθέντα κρούσματα της λοίμωξης από STEC/VTEC το 2009 αφορούσαν τον υπότυπο Ο:157. Αυξημένη ήταν και η επίπτωση του αιμολυτικού ουραιμικού συνδρόμου (HUS), μίας δυνητικά θανατηφόρας κλινικής εκδήλωσης της λοίμωξης από STEC/VTEC το 2009. Τα δηλωθέντα κρούσματα STEC/VTEC με αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (HUS) ήταν στο σύνολό τους 242, κάτι που υποδηλώνει σημαντική αύξηση (66%) σε σχέση με τα 146 κρούσματα του 2008. Από τα παραπάνω κρούσματα HUS, τα 153 (63%) αφορούσαν παιδιά ηλικίας 0-4 ετών.
Η αύξηση αυτή μπορεί να σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά των οροτύπων του Ε. coli που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για δύο μεγάλες επιδημίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία. Ωστόσο, αυτή η πιθανή τάση για πιο σοβαρές λοιμώξεις χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.
Τα επιβεβαιωμένα δηλωθέντα κρούσματα λιστερίωσης έχουν, επίσης, αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στη Δανία, για λόγους που δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί.
Η δήλωση των κρουσμάτων ηπατίτιδας Α ήταν σχετικά σπάνια, αλλά η νοσηρότητα παρέμεινε υψηλή στη Λετονία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Τα συνολικά δηλωθέντα κρούσματα υερσινίωσης έχουν μειωθεί, παρόλα αυτά η νοσηρότητα παραμένει αυξημένη στις Βόρειες χώρες, τη Γερμανία, την Τσεχία και τη Σλοβακία.
Ο τυφοειδής/παρατυφοειδής πυρετός και η χολέρα συγκαταλέγονται στα σπάνια νοσήματα με τα περισσότερα δηλωθέντα κρούσματα να είναι σποραδικά και εισαγόμενα από χώρες εκτός Ευρώπης. Η διασπορά τους αντανακλά ταξιδιωτικούς προορισμούς των κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χώρες ενδημικές για τα νοσήματα αυτά.
Τα επιδημιολογικά δεδομένα των τροφιμογενών νοσημάτων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις χώρες του EEA/EFTA είναι διαθέσιμα ανά νόσημα και έτος στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση: https://atlas.ecdc.europa.eu/public/index.aspx
Συχνότητα εμφάνισης των τροφιμογενών νοσημάτων – Δεδομένα από την Ελλάδα
Στην Ελλάδα, τα τροφιμογενή νοσήματα είναι τα συχνότερα δηλούμενα λοιμώδη νοσήματα, ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός των συρροών κρουσμάτων/επιδημιών τροφιμογενούς νοσήματος που δηλώνονται κάθε χρόνο στη χώρα μας (Πίνακας 3).
Πίνακας 2. Αριθμός δηλωθέντων κρουσμάτων τροφιμογενών νοσημάτων και συρροών/επιδημιών, Ελλάδα, Σύστημα Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων, 2004-2017.
Νόσημα |
2004 |
2005 |
2006 |
2007 |
2008 |
2009 |
2010 |
2011 |
2012 |
2013 |
2014 |
2015 |
2016 |
2017 |
Σαλμονέλλωση (μη τυφο-παρατυφική) |
1327 |
1062 |
886 |
708 |
810 |
406 |
299 |
471 |
404 |
417 |
349 |
465 |
749 |
676 |
Ηπατίτιδα Α |
52 |
160 |
120 |
282 |
119 |
89 |
58 |
41 |
74 |
165 |
86 |
62 |
214 |
276 |
Σιγκέλλωση |
61 |
26 |
28 |
48 |
19 |
38 |
33 |
47 |
91 |
120 |
90 |
79 |
74 |
80 |
Τυφοειδής/Παρατυφοειδής πυρετός |
20 |
20 |
16 |
18 |
11 |
4 |
10 |
8 |
6 |
8 |
9 |
17 |
13 |
7 |
Λιστερίωση |
3 |
8 |
7 |
10 |
1 |
4 |
10 |
10 |
11 |
10 |
10 |
33 |
20 |
21 |
Λοίμωξη από EHEC (STEC/VTEC)* |
2 |
0 |
1 |
1 |
0 |
0 |
1 |
1 |
0 |
2 |
1 |
1 |
2 |
3 |
Αλλαντίαση |
0 |
0 |
0 |
0 |
0 |
1 |
0 |
0 |
0 |
0 |
0 |
0 |
0 |
3 |
Συρροές |
54 |
43 |
53 |
51 |
40 |
23 |
27 |
20 |
34 |
23 |
19 |
13 |
34 |
21 |
*Λοίμωξη από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (EHEC), κολοβακτηρίδιο που παράγει Shiga / Vero τοξίνη (STEC/VTEC)
Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων βακτηριακής αιτιολογίας
Κλασικές μέθοδοι απομόνωσης και τυποποίησης
- καλλιέργεια κλινικών δειγμάτων
- ορολογική ταυτοποίηση (serotyping) που βασίζεται στην ταξινόμηση των μικροοργανισμών σε ορότυπους με βάση την αντιγονικότητα του σωματικού αντιγόνου (Ο αντιγόνο) του βλεφαριδικού (Η αντιγόνο) ή της κυτταρικής κάψας (Κ αντιγόνο)
- λυσιτυπία (phage typing) που στηρίζεται στην ιδιότητα κάθε μικροβιακού κλώνου να λύεται από συγκεκριμένους φάγους, ιδιότητα που οφείλεται στην παρουσία υποδοχέων, που επιτρέπουν στο φάγο να δεσμευτεί στην επιφάνεια του βακτηριακού κυττάρου
Απομόνωση και τυποποίηση συχνότερων παθογόνων
Salmonella spp. / Shigella spp.
- η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας κοπράνων, ούρων, αίματος, μυελού των οστών για τη Salmonella και κοπράνων για τη Shigella. Χρησιμοποιούνται ειδικά εκλεκτικά καλλιεργητικά υλικά, κοινά και για τα δύο παθογόνα που διαχωρίζονται σε ενδιάμεσης εκλεκτικότητας και υψηλής εκλεκτικότητας.
- μετά την απομόνωση του βακτηρίου ακολουθεί ορολογική τυποποίηση με ειδικούς αντιορούς με τους οποίους προσδιορίζoνται το σωματικό αντιγόνο Ο, το βλεφαριδικό αντιγόνο φάσης 1, φάσης 2 και το αντιγόνο Vi για τη Salmonella, και το σωματικό αντιγόνο Ο για τη Shigella.
Campylobacter spp.
- η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας δείγματος κοπράνων ή αίματος σε ειδικά εκλεκτικά υλικά στους 42oC σε μικροαερόφιλες συνθήκες
- η ταυτοποίηση σε επίπεδο είδους βασίζεται κυρίως στην υδρόλυση του ιππουρικού νατρίου, στην αντοχή στην κεφαλοθίνη και στην ευαισθησία στο ναλιδιξικό οξύ.
E. coli Ο157
- η ανίχνευση γίνεται μέσω καλλιέργειας κοπράνων/ορθικού επιχρίσματος σε ειδικό εκλεκτικό υλικό που περιέχει σορβιτόλη. Τα στελέχη του E. coli O157-Η7 δεν ζυμώνουν τη σορβιτόλη, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν άχροες αποικίες. Μετά την απομόνωση ακολουθεί οροτυποποίηση με ειδικούς αντιορούς.
- η ανίχνευση βεροτοξίνης ή Shiga-like τοξίνης στα στελέχη αυτά γίνεται στη καθημερινή πρακτική με τη μέθοδο ELISA (Εnzyme-Linked Immunosorbent Assay) ή με μοριακές μεθόδους όπως η PCR (Polymerase-Chain Reaction) με εκκινητές για τα γονίδια stx1 και stx2 (υπεύθυνα για την παραγωγή τοξίνης) ή χρήση DNA ανιχνευτών για τα παραπάνω γονίδια. Οι μέθοδοι αυτοί χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση τοξίνης απευθείας σε αιμορραγικά κόπρανα χωρίς να είναι απαραίτητη η καλλιέργεια και απομόνωση του εντεροαιμορραγικού E. coli.
Yersinia enterocolitica
- η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κοπράνων ή άλλων κλινικών δειγμάτων σε εκλεκτικά υλικά. Ακολουθεί οροτυποποίηση με ειδικούς αντιορούς.
Listeria monocytogenes
- η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κυρίως στείρων κλινικών δειγμάτων (αίμα, ΕΝΥ, πλακούντας, αμνιακό υγρό κ.α) σε κοινά ή ειδικά εκλεκτικά υλικά. Ακολουθεί ορολογική ταυτοποίηση βάση του σωματικού Ο και βλεφαριδικού αντιγόνου Η.
Vibrio cholerae
- η ανίχνευση γίνεται με καλλιέργεια κοπράνων, αφού προηγηθεί εμπλουτισμός σε αλκαλικό πεπτονούχο νερό. Μετά την απομόνωση ακολουθεί ορολογική ταυτοποίηση με ειδικούς αντιορούς.
Μοριακές μέθοδοι ανίχνευσης
Η γονοτυπική ανάλυση με μοριακές μεθόδους κάνει ευκολότερο το διαχωρισμό των στελεχών Salmonella, Shigella, Listeria monocytogenes με αποτέλεσμα τη σύνδεση των απομονωθέντων από περιβαλλοντικές πηγές/τρόφιμα με τα κλινικά δείγματα. Οι κάτωθι μοριακές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην περίπτωση επιδημιών:
- Ηλεκτροφόρηση σε παλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο (Pulsed field gel electrophoresis – PFGE). Πρόκειται για τεχνική που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό μεγάλων τμημάτων DNA εφαρμόζοντας ηλεκτρικό παλλόμενο πεδίο (τριών κατευθύνσεων) σε υλικό αγαρόζης. Η τεχνική PFGE χρησιμοποιείται για τη γονοτυπική ανάλυση.
- Τεχνική πολυτοπικής ανάλυσης της ομοιομορφίας διαδοχικών επαναλαμβανόμενων αλληλουχιών του γονιδιώματος (Multi locus variable number of tandem repeat analysis – MLVA). Η τεχνική χρησιμοποιείται για τη γενετική ανάλυση παθογόνων βακτηρίων η οποία εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του πολυμορφισμού των παράλληλα επαναλαμβανόμενων αλληλουχιών DNA. Σε μια τυπική ανάλυση MLVA, μια σειρά από καλά επιλεγμένους και χαρακτηριζόμενους (από άποψη μεταλλάξεων και πολυμορφίας) τόπους ενισχύονται με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), έτσι ώστε το μέγεθος του κάθε τόπου να μπορεί να μετρηθεί. Από αυτό το μέγεθος, ο αριθμός των επαναλαμβανόμενων μονάδων σε κάθε τόπο μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα. Οι πληροφορίες που προκύπτουν είναι ένας κωδικός που μπορεί να συγκριθεί εύκολα σε βάσεις δεδομένων αναφοράς.
- Πολυτοπική Ανάλυση Νουκλεοτιδικής Αλληλουχίας (Multi locus Sequence Typing – MLST). Η τεχνική αυτή συγκρίνει τις αλληλουχίες τμημάτων επτά ή περισσότερων γονιδίων του βασικού μεταβολισμού που βρίσκονται σε όλα τα στελέχη ενός είδους. Τα γονίδια που παρουσιάζουν έστω και μία διαφορά στην αλληλουχία τους θεωρούνται διαφορετικά αλλήλια. Ο συνδυασμός των αλληλίων που διαθέτει κάθε απομονωθέν στέλεχος (isolate) συνιστά το προφίλ αλληλίων του και το κατατάσσει σε έναν τύπο (sequence type). Επειδή υπάρχουν πολλά πιθανά αλλήλια για κάθε γενετικό τόπο, είναι απίθανο πανομοιότυπα προφίλ αλληλίων να έχουν προκύψει τυχαία. Έτσι, τα στελέχη με τα ίδια αλλήλια θεωρούνται μέλη του ίδιου κλώνου. Το «σταθερό» γενετικό υλικό διαφοροποιείται μέσο μεταλλάξεων που εμφανίζονται ομοιογενώς σε όλο το μήκος του χρωμοσώματος. Παρακολουθώντας λοιπόν την εξέλιξη αυτή, μέσω των μεταλλάξεων που εμφανίζονται στα διάφορα γονίδια των ενζύμων του βασικού μεταβολισμού μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία του μικροβιακού κλώνου.
Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων από τοξίνες
Βacillus cereus
για την ανίχνευση των τοξινών σε τρόφιμο ή σε απομονωμένο από καλλιέργεια στέλεχος χρησιμοποιούνται γρήγορα διαγνωστικά τεστ που στηρίζονται:
- στην τεχνική ΕLISA και
- σε συγκολλητινοαντίδραση με σωματίδια Latex (Reversed passive latex agglutination RPLA)
Clostridium botulinum
- η ανίχνευση τοξίνης σε δείγμα τροφίμου ή σε απομονωμένο από καλλιέργεια στέλεχος γίνεται με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA
Clostridium perfringens
- ανίχνευση τοξινών σε δείγμα ιστού με PCR
- ανίχνευση τοξινών με ΕLISA
Staplylococcus aureus
- ανίχνευση τοξίνης σε δείγμα τροφίμου γίνεται με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA, με Enzyme-Linked Fluorescence Assays (EFLA), RPLA-based test ή με συγκολλητινοαντίδραση με σωματίδια Latex (Reversed passive latex agglutination RPLA)
Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων ιογενούς αιτιολογίας
Norovirus
- ανίχνευση ιϊκού RNA με RT-PCR (real-time PCR) σε δείγμα κοπράνων ή εμεσμάτων μέχρι και 5 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων (μπορεί να ανιχνευθεί έως και 2 εβδομάδες μετά την ανάρρωση)
- ορολογικά: απαιτείται τετραπλασιασμός του τίτλου των αντισωμάτων μεταξύ οξείας φάσης και φάσης ανάρρωσης
- ανοσοενζυμική μέθοδος στα κόπρανα
- ανάλυση αλληλουχίας βάσεων (sequencing) των στελεχών σε κλινικά και περιβαλλοντικά δείγματα βοηθά στην επιδημιολογική διερεύνηση με το να συνδέει κρούσματα μεταξύ τους και με κοινή πηγή.
Ηπατίτιδα Α
- ορολογικά: ανίχνευση ειδικού IgM αντισώματος με ανοσοενζυμική μέθοδο για τη διάγνωση της οξείας φάσης. Η ανεύρεση ολικών HAV αντισωμάτων χωρίς την παρουσία IgM υποδηλώνει παλαιά λοίμωξη
- ανίχνευση ιϊκού RNA με RT-PCR (real-time PCR)
Rotavirus
- ανίχνευση αντιγόνου με ανοσοενζυμική μέθοδο ή με συγκολλητινοαντίδραση και ανοσοχρωματογραφία
- ανίχνευση νουκλεϊκού οξέος σε κόπρανα ή δείγματα εντερικού ιστού με RT- PCR
Adenovirus
- ανίχνευση αντιγόνου με ανοσοενζυμική μέθοδο ή ανοσοχρωματογραφία PCR
Εργαστηριακή διάγνωση τροφιμογενών νοσημάτων από παράσιτα
Trichinella spiralis
- άμεση ανίχνευση προνυμφών του σκώληκα σε δείγματα μυών βιοψίας
- ορολογικά με ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων
Toxoplasma gondii
- ορολογικά με ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων: με έμμεσο ανοσοφθορισμό (IF), με ανοσοενζυμική μέθοδο (ΕLISA), με τη μέθοδο παθητικής αιμοσυγκόλλησης
- άμεση ανίχνευση του παρασίτου σε μονιμοποιημένα ιστικά δείγματα, σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ), ή σε άλλο υλικό βιοψίας
- PCR στο αμνιακό υγρό για τη διάγνωση της συγγενούς τοξοπλάσμωσης
Cryptosporidium parvum
- άμεση αναζήτηση με μικροσκόπηση κύστεων α) σε νωπό παρασκεύασμα κοπράνων ή υλικού βιοψίας εντέρου, β) σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και γ) σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις (τροποποιημένη οξεάντοχη χρώση) ή ανοσοφθορισμό
- ανίχνευση αντιγόνων του παρασίτου με ανοσοενζυμικές μεθόδους
- PCR στα κόπρανα
Entamoeba histolytica
- άμεση αναζήτηση με μικροσκοπική εξέταση κύστεων ή και τροφοζωϊτών σε νωπό παρασκεύασμα στα κόπρανα, σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις
- ανίχνευση αντιγόνου στα κόπρανα με ανοσοενζυμική μέθοδο (EIA, ELISA) και με ανοσοχρωματογραφία
- PCR στα κόπρανα
- ορολογικά με ανίχνευση αντισωμάτων (έμμεσος ανοσοφθορισμός, έμμεση αιμοσυγκόλληση). Η μέθοδος είναι χρήσιμη στη διάγνωση της εξωεντερικής μορφής της νόσου (ηπατικό απόστημα).
Giardia lamblia
- άμεση αναζήτηση με μικροσκοπική εξέταση κύστεων ή και τροφοζωϊτών στα κόπρανα ή σε δωδεκαδακτυλικό υγρό σε νωπά παρασκευάσματα, σε παρασκευάσματα μετά από εμπλουτισμό και σε μόνιμα παρασκευάσματα με ειδικές χρώσεις
- ανίχνευση αντιγόνων του παρασίτου σε κόπρανα και δωδεκαδακτυλικό υγρό με ανοσοενζυμική μέθοδο (ΕΙΑ, ΕLISA), με ανοσοχρωματογραφία, με άμεσο ανοσοφθορισμό χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα
Επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων
Οι επιδημίες τροφιμογενούς νοσήματος διακρίνονται σε επιδημίες από κοινή πηγή (common-source outbreaks), κλιμακούμενες (propagated outbreaks) ή μικτές (mixed outbreaks).
Στις επιδημίες από κοινή πηγή η πηγή μπορεί να είναι: α) σημειακή (point common source), όπου πολλά άτομα εκτίθενται σε μία κοινή πηγή (συνήθως τρόφιμο)/παθογόνο για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα, που μπορεί να ποικίλει από μερικές ώρες έως και μερικές εβδομάδες, β) διαλείπουσα (intermittent common source), όπου η έκθεση στην κοινή πηγή δεν είναι εντοπισμένη σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά η απελευθέρωση του λοιμογόνου παράγοντα γίνεται κατά διαστήματα ή γ) συνεχής (continuous common source) όπου η έκθεση των ατόμων διαρκεί για ένα σχετικά παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Στις κλιμακούμενες επιδημίες η μετάδοση του νοσήματος γίνεται από άτομο σε άτομο είτε άμεσα είτε με τη μεσολάβηση κάποιου ενδιάμεσου τροφίμου.
Στις μικτές επιδημίες, τέλος, παρατηρείται συνήθως η έκθεση ενός αριθμού ατόμων σε μια κοινή πηγή (πρωτογενή κρούσματα) και στη συνέχεια η έκθεση κάποιων άλλων ατόμων (δευτερογενή κρούσματα) στα πρωτογενή κρούσματα (μετάδοση από άτομο σε άτομο). Πολλά παθογόνα που προκαλούν επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων (Norovirus, ιός της Ηπατίτιδας Α, Shigella spp. και E. coli) ακολουθούν συνήθως το πρότυπο της μικτής επιδημίας. Όταν οι επιδημίες αφορούν άτομα της ίδιας οικογένειας ή άτομα που συμμετείχαν σε ένα κοινό γεύμα χαρακτηρίζονται ως κλειστές, ενώ όταν αφορούν άτομα του πληθυσμού που απλά συνέπεσε να καταναλώσουν το ίδιο τρόφιμο/νερό, ως ανοικτές. Οι επιδημίες τροφιμογενών νοσημάτων εμφανίζονται συνήθως σε τοπικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αναγνωρίζονται όλο και πιο συχνά επιδημίες που αφορούν μια ολόκληρη χώρα ή και περισσότερες από μια χώρες. Πρόσφατα παραδείγματα ανοικτών επιδημιών τροφιμογενούς αιτιολογίας που έλαβαν διαστάσεις αποτελούν η επιδημία λιστερίωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 2011 με περισσότερα από 100 κρούσματα σε 25 πολιτείες και η επιδημία από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο στη Γερμανία που απασχόλησε όλες τις χώρες της Ευρώπης το ίδιο έτος.
Μέτρα πρόληψης των τροφιμογενών νοσημάτων
Κάποια απλά μέτρα που μπορούμε να εφαρμόσουμε σε ατομικό επίπεδο για την πρόληψη των νοσημάτων αυτών είναι:
- πλένουμε τα χέρια μας με σαπούνι και νερό ιδιαίτερα μετά: α) τη χρήση της τουαλέτας, β) την αλλαγή πάνας μωρού (το πλύσιμο των χεριών πρέπει να εφαρμόζεται το ίδιο σχολαστικά και στο παιδί), γ) την επαφή με κατοικίδια ζώα και πτηνά, δ) το χειρισμό κοπράνων ζώων και ε) την επίσκεψη σε ζωολογικούς κήπους/μαγαζιά πώλησης μικρών ζώων κ.α.
- πλένουμε τα χέρια μας με σαπούνι και νερό πριν από την προετοιμασία του φαγητού και αμέσως μετά το χειρισμό ωμών πουλερικών ή άλλου κρέατος και πριν από την επαφή με οτιδήποτε άλλο στο χώρο της κουζίνας
- αποφεύγουμε το μαγείρεμα όταν έχουμε συμπτώματα γαστρεντερίτιδας
- αποφεύγουμε την κατανάλωση ατελώς μαγειρεμένου κρέατος, αυγών ή τροφίμων που περιέχουν ζωικά προϊόντα (π.χ. αυγά). Το κρέας θα πρέπει να μαγειρεύεται έως ότου τα υγρά του να είναι καθαρά και το χρώμα του στο κέντρο να μην είναι πλέον ρόδινο.
- οι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορούν να πολλαπλασιαστούν πολύ γρήγορα σε θερμοκρασία δωματίου και για αυτό θα πρέπει να τοποθετούμε στο ψυγείο τα υπολείμματα τροφίμων που δεν πρόκειται να καταναλωθούν μέσα στις επόμενες τέσσερις ώρες. Οι μεγάλες ποσότητες τροφίμων συντηρούνται καλύτερα στο ψυγείο όταν μοιράζονται και τοποθετούνται σε μικρότερες ποσότητες σε δοχεία αποθήκευσης.
- πλένουμε καλά σε τρεχούμενο νερό τα ωμά φρούτα και λαχανικά και απομακρύνουμε τα εξωτερικά φύλλα από λαχανικά όπως τα μαρούλια και τα λάχανα
- χρησιμοποιούμε διαφορετικές επιφάνειες κοπής για τα τρόφιμα ζωϊκής προέλευσης και αποφεύγουμε τη χρήση του ίδιου μαχαιριού για το κόψιμο του κρέατος και για την ετοιμασία της σαλάτας. Λόγω του ότι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορούν να πολλαπλασιαστούν στις επιφάνειες κοπής των φρούτων και λαχανικών, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν τα κόβουμε.
- τοποθετούμε τα μαγειρεμένα τρόφιμα σε καθαρά σκεύη και όχι σε αυτά που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για την επεξεργασία τους
- πλένουμε καλά με σαπούνι και ζεστό νερό τις επιφάνειες προετοιμασίας τροφίμων (επιφάνειες κοπής, πάγκοι) και τα μαγειρικά σκεύη που ήρθαν σε επαφή με ωμό κρέας πριν χρησιμοποιηθούν για τρόφιμα που είναι ήδη μαγειρεμένα ή καταναλώνονται ωμά
- προστατεύουμε τις τροφές από έντομα και τρωκτικά
- καταναλώνουμε μόνο παστεριωμένο γάλα και χλωριωμένο νερό. Αποφεύγουμε την κατανάλωση τυριού και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων εκτός ελεγχόμενου εμπορίου, καθώς και νερού που προέρχεται από πηγάδια, ρυάκια ή άλλες μη ασφαλείς πηγές.
- μαγειρεύουμε τα οστρακοειδή στον ατμό για τουλάχιστον 90 δευτερόλεπτα ή τα βράζουμε στους 85-90 βαθμούς Κελσίου για 4 λεπτά πριν την κατανάλωση
- τηρούμε τους κανόνες υγιεινής κατά τη φροντίδα των κατοικίδιων ζώων (σχολαστικό πλύσιμο των χεριών μετά από επαφή με τα κατοικίδια και τα αντικείμενα με τα οποία έχουν έρθει σε επαφή, σχολαστικός καθαρισμός ενυδρείων κ.α.)
- απομακρύνουμε τα κατοικίδια ζώα από τους χώρους παρασκευής τροφίμων
- όταν στο σπίτι υπάρχουν παιδιά κάτω των πέντε ετών, έγκυες ή ανοσοκατεσταλμένοι καλό θα ήταν να μη φιλοξενούνται ερπετά ως κατοικίδια
- σε περίπτωση που ασχολούμαστε με αγροτικές εργασίες, περιορίζουμε την χρήση κοπριάς σε λαχανικά που καταναλώνονται ωμά ή ατελώς μαγειρεμένα
- τηρούμε τους κανόνες υγιεινής όσον αφορά το χειρισμό του πόσιμου νερού, την αποχέτευση και την καταπολέμηση των εντόμων
- οι ταξιδιώτες σε χώρες όπου οι συνθήκες υγιεινής δεν είναι καλές πρέπει να τηρούν αυστηρά τα παραπάνω μέτρα και, επιπλέον, να αποφεύγουν την κατανάλωση παγοκύβων και ακαθάριστων φρούτων. Σε περίπτωση που κάποιος πρόκειται να ταξιδέψει ή να εργαστεί σε περιοχή υψηλής ή ενδιάμεσης ενδημικότητας για την ηπατίτιδα Α και δεν έχει ιστορικό προηγούμενης νόσησης ή εμβολιασμού έναντι του νοσήματος συστήνεται ο εμβολιασμός του.
- στην περίπτωση που κάποιος νοσήσει πρέπει να τηρεί τα μέτρα ατομικής υγιεινής και, ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά, πρέπει να διασφαλίζεται ότι πλένουν τα χέρια τους προσεκτικά με νερό και σαπούνι μετά τη χρήση της τουαλέτας για να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης
Επιλεγμένες βιβλιογραφικές αναφορές
- Α. Βατόπουλος, Σ. Βουρλή, Π. Γιακκούπη. Εργαστήριο Μικροβιολογίας Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Ο ρόλος του Μικροβιολογικού Εργαστηρίου στην επιδημιολογική επιτήρηση και διερεύνηση επιδημιών.
- ΚΕΕΛΠΝΟ. Γραφείο Ολυμπιακών αγώνων και ταξιδιωτικής ιατρικής. Oδηγός συλλογής μεταφοράς και εργαστηριακής διάγνωσης για κλινικά δείγματα. Ιούλιος 2004.
- Bowman C, Flint J, Pollari F (2003). Canadian integrated surveillance report: Salmonella, Campylobacter, pathogenic E. coli and Shigella, from 1996 to 1999. Can Commun Dis Rep 2003, 29:1–32
- Centers for Disease Control and Prevention (CDC) (2004). Diagnosis και Management of Foodborne Illnesses: A Primer for Physicians και Other Health Care Professionals. MMWR, 53(4): 7-12.
- Centers for Disease Control and Prevention (CDC) (2006). Multistate outbreak of Salmonella typhimurium infections associated with eating ground beef–United States, 2004. MMWR Morb Mortal Wkly Rep. 24;55(7):180-2.
- Centers for Diseases Control and Prevention. Food Safety at CDC.
- Centers for Diseases Control and Prevention. Yellow Book. Chapter 2. The Pre-Travel Consultation. Travel-Related Vaccine-Preventable Diseases.
- Centers for Diseases Control and Prevention. The Pink Book. Epidemiology & Prevention of Vaccine-Preventable Diseases; 2009.
- Centers for Diseases Control and Prevention. Prevention of Hepatitis A Through Active or Passive Immunization: Recommentations of the Advisory Committee on Immunization Practises (ACIP), MMWR 2006;55:[No.RR-07]
- Dawkins HC, Bolton FJ, Hutchinson DN (1984). A study of the spread of Campylobacter jejuni in four large kitchens. J Hyg (Lond) 1984, 92:357–364
- Decraene V, Lebbad M, Botero-Kleiven S, Gustavsson AM, Löfdahl M (2011). First reported foodborne outbreak associated with microsporidia, Sweden, October 2009. Epidemiol Infect 9:1-9.
- European Centre for Disease Prevention and Control: Annual epidemiological report 2011 – Reporting on 2009 surveillance data and 2010 epidemic intelligence data. Stockholm, 2011.
- Food and Drug Administration, US
- Fretz R, Pichler J, Sagel U, Much P, et al (2010). Update: Multinational listeriosis outbreak due to ‘Quargel’, a sour milk curd cheese, caused by two different L. monocytogenes serotype 1/2a strains, 2009-2010. Euro Surveill 22;15(16)
- Heymann DL (2008). Control of Communicable Diseases Manual. Washington DC: American Public Health Association.
- Kapperud G, Rørvik LM, Hasseltvedt V, Høiby EA, et al (1995). Outbreak of Shigella sonnei Infection Traced to Imported Iceberg Lettuce. J Clin Microbiol 33(3):609–614.
- Multistate Outbreak of Listeriosis Linked to Whole Cantaloupes from Jensen Farms, Colorado, CDC
- National University of Ireland, Galway
- Salisbury D, Ramsay M and Noakes K (2006). Immunisation against infectious disease. The Green Book. 3d ed. The Stationery Office.
- Schneider JL, White PL, Weiss J, Norton D, et al (2011). Multistate outbreak of multidrug-resistant Salmonella Newport infections associated with ground beef, October to December 2007. J Food Prot 74(8):1315-1319.
- Sprenger M (2011). ECDC and the Escherichia coli outbreak in Germany. Lancet 25;377(9784):2180.
- Tortora G., Funke B., Case Ch. Γεν. Επιμέλεια: Αθανάσιος Τσακρής. Εισαγωγή στη Μικροβιολογία. Εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδη 2009
- World Health Organization. Food Safety. Foodborne disease outbreaks: Guidelines for investigation and control.
- Georgakopoulou T, Mandilara G, Mellou K, Tryfinopoulou K, Chrisostomou A, Lillakou H, Hadjichristodoulou C, Vatopoulos A. Resistant Shigella strains in refugees, August-October 2015, Greece. Epidemiol Infect. 2016 May 16:1-5.