Το κρυπτοσπορίδιο (Cryptosporidium) είναι ένα ενδοκυτταρικό παράσιτο της συνομοταξίας των Apicomplexa που μολύνει τον άνθρωπο, τα βοοειδή, τα πουλιά, τα ψάρια και τα ερπετά. Ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του εντός του ξενιστή, δημιουργώντας κύστεις που απεκκρίνονται στα κόπρανα, μολύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο νέους ξενιστές. Παρότι έχουν περιγραφεί 22 είδη κρυπτοσποριδίου, σχεδόν το 90% των κρουσμάτων κρυπτοσποριδίωσης στους ανθρώπους αποδίδεται σε δύο μόνο είδη, το C. hominis (προηγουμένως γνωστό ως C. parvum γονοτύπου 1) και το C. parvum. Τα κρυπτοσπορίδια C. meleagridis, C. canis, C. felis, C. suis, C. muris, C. fayeri, C. ubiquitum και C. cuniculus προκαλούν σπανιότερα νόσηση στον άνθρωπο.
Το παράσιτο προστατεύεται από ένα εξωτερικό περίβλημα, το οποίο του επιτρέπει να επιβιώνει έξω από τον ξενιστή για μακρά χρονικά διαστήματα και το καθιστά ιδιαίτερα ανθεκτικό στα επίπεδα που κυμαίνεται συνήθως η συγκέντρωση χλωρίου στο πόσιμο νερό και στις κολυμβητικές δεξαμενές. Ο βρασμός είναι η πιο κοινή μέθοδος για την εξάλειψη του παρασίτου από το νερό. Αντίθετα, τα αντισηπτικά gel χεριών δεν έχουν καμία επίδραση στο μικροοργανισμό.
Το κρυπτοσπορίδιο έχει παγκόσμια κατανομή και μπορεί να ανεβρεθεί σε επιφανειακά ύδατα, σε πισίνες, σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, καθώς και σε νοσοκομεία.
Παρότι η κρυπτοσποριδίωση δεν αποτελεί νέο νόσημα, η ιδιότητα του να προκαλεί νόσηση στους ανθρώπους αναγνωρίστηκε πρώτη φορά το 1976. Ενοχοποιείται τόσο για σποραδικά κρούσματα, όσο και για μεγάλες υδατογενείς επιδημίες με χαρακτηριστική εκείνη του 1993 στο Milwaukee των ΗΠΑ με 403.000 κρούσματα. Η κλινική εικόνα του νοσήματος περιλαμβάνει κυρίως έντονες υδαρείς διάρροιες, κοιλιακό άλγος και κοιλιακές κράμπες, απώλεια όρεξης, πυρετό, ναυτία, έμετο και αφυδάτωση. Στα άτομα με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα η λοίμωξη είναι είτε ασυμπτωματική είτε εκδηλώνεται με οξέα διαρροϊκά επεισόδια, ενώ ένα μικρό ποσοστό ατόμων εμφανίζει εμμένουσα διάρροια διάρκειας μερικών εβδομάδων.
Ο αριθμός των ωοκύστεων που χρειάζεται για να νοσήσει ένα υγιές άτομο (λοιμογόνος δόση) είναι χαμηλός. Έχει περιγραφεί εμφάνιση κρυπτοσποριδίωσης, σε κατά τα άλλα υγιή άτομα, μετά από κατάποση 10-30 ωοκύστεων. Σημειώνεται ότι σε ένα διαρροϊκό επεισόδιο μολυσμένου ανθρώπου ή ζώου απελευθερώνονται εκατομμύρια κρυπτοσπορίδια. Ο αγωγός που συμβάλλει περισσότερο στη μετάδοση του νοσήματος και στην εμφάνιση επιδημιών κρυπτοσποριδίωσης είναι το νερό (νερό δικτύου ύδρευσης, κολύμπι σε πισίνα/σιντριβάνι κλπ.)
Μία και μόνο βουτιά ενός μολυσμένου ατόμου αρκεί για να μολυνθεί μία πισίνα. Τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα, τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι είναι πιθανό να εμφανίσουν σοβαρή μορφή κρυπτοσποριδίωσης που χαρακτηρίζεται από διάρροιες όπως της χολέρας, σοβαρή δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και απώλεια έως και 10% του σωματικού τους βάρους. Τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς αυτές ομάδες είναι πιθανό να γίνουν χρόνιοι φορείς του νοσήματος και τα συμπτώματα να επιστρέψουν σε περίπτωση που επιδεινωθεί η ανοσολογική κατάσταση τους.
Η θνητότητα του νοσήματος στα δηλωθέντα κρούσματα με εργαστηριακή επιβεβαίωση είναι της τάξης του 0,6%. Μεγαλύτερη θνητότητα παρατηρείται στους ηλικιωμένους. Στους ανοσοκατεσταλμένους, το κρυπτοσπορίδιο μπορεί να εξαπλωθεί πέρα από το λεπτό και το παχύ έντερο, αποικίζοντας τους πνεύμονες, το πάγκρεας και το στομάχι με αποτέλεσμα να αναφέρεται πόνος στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλιακής χώρας.
Το παράσιτο μπορεί, επίσης, να μολύνει το χοληφόρο σύστημα προκαλώντας χολοκυστίτιδα και χολαγγειίτιδα. Σύμφωνα με μελέτες, η διάρκεια της συμπτωματικής φάσης του νοσήματος είναι περίπου 3,5 ημέρες για τα άτομα που δεν χρήζουν ιατρικής βοήθειας, 7 ημέρες για αυτούς που αναζητούν ιατρική φροντίδα αλλά δεν χρήζουν νοσηλείας και 18,4 ημέρες για τα άτομα που εισάγονται στο νοσοκομείο. Το νόσημα παρουσιάζει αυξημένη επίπτωση τους καλοκαιρινούς μήνες μέχρι και την αρχή του φθινοπώρου.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κρυπτοσποριδίωσης είναι κυρίως συντηρητική. Συνιστάται η λήψη υγρών από το στόµα για την αποκατάσταση των υγρών και των ηλεκτρολυτών που χάνονται. Η δίαιτα ελεύθερη λακτόζης βοηθάει στην επίσπευση της ανάρρωσης. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί ενδοφλέβια χορήγηση υγρών. Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ(νυν ΕΟΔΥ) και την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων:
α) αν και η νόσος θεωρείται συνήθως αυτοπεριοριζόμενη, μπορεί να χορηγηθεί νιταζοξανίδη (αντιδιαρροϊκό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε παρασιτώσεις) σε κατά τα άλλα υγιή άτομα άνω του ενός έτους,
β) εναλλακτικές θεραπείες είναι η χορήγηση αζιθρομυκίνης και παρομομυκίνης.
Δεν αποκλείεται η πιθανότητα υποτροπής. Η θνητότητα για τους ασθενείς με AIDS υπολογίζεται ανάλογα με το δείκτη CD4+. Ασθενείς με CD4+ πάνω από 180 κύτταρα/μL συνήθως ανακάμπτουν με υποστηρικτική φροντίδα και φαρμακευτική αγωγή στο νοσοκομείο, ενώ η λοίμωξη αποβαίνει συνήθως θανατηφόρα σε ασθενείς με CD4+ κάτω από 50 κύτταρα/μL, εντός τριών έως έξι μηνών. Η καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση είναι η προσπάθεια βελτίωσης της ανοσολογικής κατάστασης, έτσι ώστε τα συμπτώματα να υποχωρήσουν από μόνα τους.
Υπάρχουν αρκετές διαγνωστικές μέθοδοι για τη διάγνωση της κρυπτοσποριδίωσης. Η μικροσκοπική μέθοδος χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ωοκύστεων στα κόπρανα. Πριν δοθεί ένα αρνητικό αποτέλεσμα θα πρέπει να έχουν εξεταστεί τουλάχιστον 3 δείγματα κοπράνων. Στα περισσότερα εργαστήρια στον έλεγχο ρουτίνας δεν περιλαμβάνεται η εξέταση για κρυπτοσπορίδιο, ως εκ τούτου οι θεράποντες που υποψιάζονται την κρυπτοσποριδίωση θα πρέπει να ζητούν έλεγχο για το συγκεκριμένο παράσιτο. Από τις μεθόδους χρώσης χρησιμοποιείται η τροποποιημένη οξεάντοχη χρώση (acid fast staining) η οποία βάφει τις ωοκύστεις κόκκινες. Αναφέρονται επίσης η αουραμίνη-ροδαμίνη μαζί με το πορτοκαλόχρωμο της ακριδίνης.
Οι συνήθεις χρωστικές, δηλαδή η τρίχρωμη και σιδηρούχος αιματοξυλίνη αποφεύγονται. Διάγνωση μπορεί να τεθεί και μέσω της ιστολογικής εξέτασης υλικού βιοψίας. Σήμερα η μέθοδος εκλογής είναι ο ανοσοφθορισμός με μονοκλωνικά (και πολυκλωνικά) αντισώματα. Η μέθοδος αυτή εμφανίζει τη μεγαλύτερη ευαισθησία και ειδικότητα. Η ανίχνευση αντισωμάτων δεν χρησιμοποιείται και δεν διατίθενται αντιδραστήρια στο εμπόριο. Τέλος, σε εξειδικευμένα εργαστήρια χρησιμοποιούνται μοριακές μέθοδοι.
Η κρυπτοσποριδίωση έχει παγκόσμια κατανομή. Θεωρείται «ευκαιριακή» λοίμωξη καθώς προσβάλλει κυρίως άτομα με ανοσοανεπάρκεια. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, 8-19% των ατόμων που νοσούν με κύριο σύμπτωμα τη διάρροια αποδίδονται στο κρυπτοσπορίδιο, ενώ το 10% των ατόμων είναι φορείς του παθογόνου. Στις ανεπτυγμένες χώρες το ποσοστό φορίας είναι της τάξης του 1-3%. Η ηλικιακή ομάδα με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης του νοσήματος είναι τα παιδιά έως 9 ετών. Οι παρακάτω ομάδες ατόμων εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο έκθεσης στο κρυπτοσπορίδιο:
H κρυπτοσποριδίωση δεν περιλαμβάνεται στα νοσήματα που επιτηρούνται από το σύστημα υποχρεωτικής δήλωσης της χώρας μας και για αυτό δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την επίπτωση του νοσήματος στην Ελλάδα.
Το κρυπτοσπορίδιο ανευρίσκεται στο έδαφος, στα τρόφιμα, στο νερό και σε επιφάνειες οι οποίες έχουν μολυνθεί με κόπρανα από μολυσμένους ανθρώπους ή ζώα. Υποδόχο μπορεί να αποτελέσει ο άνθρωπος όπως επίσης και κατοικίδια, πτηνά και άγρια θηλαστικά.
Η μετάδοση του νοσήματος γίνεται μέσω της εντερο-στοματικής οδού:
Η περίοδος επώασης του νοσήματος ποικίλει. Συμπτώματα εμφανίζονται από 1 έως και 12 ημέρες μετά την έκθεση στο παράσιτο (κατά μέσο όρο 7 ημέρες). Τα μολυσμένα άτομα αποβάλλουν το παθογόνο από τη στιγμή που θα ξεκινήσουν τα συμπτώματά τους. Το κρυπτοσπορίδιο συνεχίζει να απεκκρίνεται στα κόπρανα για αρκετές εβδομάδες μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων, με το χρονικό αυτό διάστημα να αυξάνεται σημαντικά στην περίπτωση ανοσοκατεσταλμένων ατόμων. Οι κύστεις του κρυπτοσποριδίου μπορούν να παραμείνουν μολυσματικές, εκτός ξενιστή, από 2 έως και 6 μήνες, καθώς παρουσιάζουν μεγάλη ικανότητα επιβίωσης στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο χρόνος επιβίωσης εκτός ξενιστή αυξάνεται σημαντικά σε υγρό περιβάλλον.