Η κλινική εικόνα ποικίλλει ανάλογα με το παθογόνο αίτιο. Πολλές φορές προηγούνται της μηνιγγίτιδας μη ειδικά συμπτώματα. Η νόσος χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη πυρετού που συνοδεύεται από σημεία και συμπτώματα μηνιγγικής συμμετοχής. Η έναρξη των συμπτωμάτων μπορεί να συμβεί λίγες ώρες ως λίγες ημέρες μετά την έκθεση στον ιό και συνήθως εντός 3-6 ημερών. Εξάνθημα συχνά προηγείται ή συνοδεύει τα συμπτώματα από το ΚΝΣ σε λοίμωξη από εντεροϊούς, VZV, ιλαρά, ερυθρά και περιστασιακά από ιό του Δυτικού Νείλου.
Σε λοίμωξη από εντεροϊούς η έναρξη της νόσου είναι συνήθως αιφνίδια. Πυρετός εμφανίζεται σε 76% -100% των ασθενών και μπορεί να είναι διφασικός: στην αρχή παρουσιάζεται με μη ειδικά συμπτώματα (εμέτους, ανορεξία, διάρροια, βήχα, συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό και μυαλγίες), εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται με την έναρξη των μηνιγγικών συμπτωμάτων. Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς παρουσιάζουν αυχενική δυσκαμψία. Οι ενήλικες παρουσιάζουν σχεδόν πάντα κεφαλαλγία ενώ η φωτοφοβία είναι συχνή στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Ορισμένοι εντεροϊοί συνοδεύονται από έκθυση εξανθήματος που είναι κηλιδοβλατιδώδες χωρίς κνησμό προσβάλλει το πρόσωπο, τον κορμό και τα άκρα (συμπεριλαμβανομένων των παλαμών και πελμάτων) και εμφανίζεται με την έναρξη του πυρετού και παραμένει για 4-10 ημέρες. Αν η μηνιγγίτιδα συνοδεύεται από εξάνθημα χειρών, ποδιών και στόματος (hand, foot and mouth disease) ή μόνο στοματικής κοιλότητας (herpangina) ενισχύεται η διάγνωση της λοίμωξης από ιό Coxsackie A ενώ αν συνοδεύεται από περικαρδίτιδα ή πλευρίτιδα είναι πιθανή η λοίμωξη από ιό Coxsackie Β. Ορισμένοι εντεροιοί συνοδεύονται από πετεχειώδες εξάνθημα που μοιάζει με αυτό της μηνιγγιτιδοκοκκικής σηψαιμίας.
Σε περιπτώσεις μηνιγγίτιδας από ερπητοϊό 2 συνυπάρχουν ερπητικές βλάβες στα γεννητικά όργανα (85%) που προηγούνται της εκδήλωσης της μηνιγγίτιδας.
Ασθενείς με HIV λοίμωξη μπορεί να εμφανίσουν σύνδρομο άσηπτης μηνιγγίτιδας που συνδέεται με οξεία λοίμωξη. Επιπλέον ορισμένοι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα άτυπης μηνιγγίτιδας που συνήθως είναι χρόνια, έχει την τάση να υποτροπιάζει και συνήθως περιλαμβάνει δυσλειτουργία κρανιακών νεύρων κυρίως της V, VII, και VIII εγκεφαλικής συζυγίας. Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι κεφαλαλγία, πυρετός και μηνιγγικά σημεία. Η νόσος είναι αυτοπεριοριζόμενη ή υποτροπιάζουσα παρά προοδευτική.
Ειδικές μορφές ή επιπλοκές της ιογενούς μηνιγγίτιδας αποτελούν το σύνδρομο Guillain-Barre, η εγκάρσια μυελίτιδα, η ημιπληγία και η παρεγκεφαλιδική αταξία.
Οι ιοί Coxsackie (κυρίως οι ορότυποι Β2 και Β5) και Echo (κυρίως οι ορότυποι 4,6,9,11 και 30) της ομάδας των εντεροϊών είναι υπεύθυνοι για >60% των ιογενών μηνιγγιτίδων και για 85-95% των περιπτώσεων άσηπτης μηνιγγίτιδας που απομονώνεται κάποιο παθογόνο. Είναι συχνότεροι σε παιδιά και κυρίως σε βρέφη ως 3 μηνών. Στους ενήλικες η συχνότητα παρουσιάζει σχετική μείωση λόγω εν μέρει της αυξημένης επίπτωσης άσηπτης μηνιγγίτιδας από απλό έρπητα τύπου 2 (HSV-2). Κατά τη δεκαετία του 60 και πριν την εφαρμογή μαζικού εμβολιασμού ο ιός της παρωτίτιδας ήταν το συχνότερα απομονούμενο αίτιο ιογενούς μηνιγγίτιδας αλλά κρούσματα εμφανίζονται πλέον κυρίως σε ανεμβολίαστους και σε επιδημίες. Άλλα αίτια ιογενούς μηνιγγίτιδας αποτελούν οι αρμποϊοί, ο ιός της λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας, ο ιός της ανεμευλογιάς, οι αδενοϊοί, ο ιός της ιλαράς κ.α.
Οι περισσότεροι ιογενείς παθογόνοι παράγοντες που επηρεάζουν το ΚΝΣ αποικίζουν αρχικά τους βλεννογόνους του αναπνευστικού και του γαστρεντερικού συστήματος και ακολουθεί πολλαπλασιασμός του ιού στους επιχώριους λεμφαδένες. Η διαδικασία αυτή προηγείται μιας πρωτοπαθούς ιαιμίας που σηματοδοτεί την έναρξη της ασθένειας και έχει σαν αποτέλεσμα τη διασπορά του ιού σε άλλα όργανα. Εκτός από την νεογνική λοίμωξη HSV, οι περισσότεροι ιοί φτάνουν στο ΚΝΣ κατά τη διάρκεια μιας δευτεροπαθούς ιαιμίας η οποία ακολουθεί τον πολλαπλασιασμό του ιού σε άλλα όργανα, ιδιαίτερα το ήπαρ και το σπλήνα. Οι μηχανισμοί που εμπλέκονται στη μεταφορά του ιού από την κυκλοφορία προς τον εγκέφαλο δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο ιός περνά μέσω του ενδοθηλίου στα αγγεία του χοριοειδούς πλέγματος, τις μήνιγγες, ή τον εγκέφαλο με διάφορους μηχανισμούς.
Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή, προσβάλλει όλες τις ηλικίες αλλά κυρίως τα βρέφη μικρότερα του έτους και τα παιδιά 5-10 ετών. Η επίπτωση της νόσου είναι άγνωστη. Στη μεγαλύτερη δημοσιευμένη μελέτη, από την Φινλανδία, η ετήσια επίπτωση ιογενούς μηνιγγίτιδας προσδιορίζεται σε 219 περιπτώσεις ανά 100.000 σε βρέφη <1 έτους και 27,8 ανά 100.000 σε όλα τα παιδιά <14 ετών. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι είναι υπεύθυνη για 26.00-42.000 νοσηλείες κάθε χρόνο. Υπάρχει εποχιακή κατανομή με αύξηση των κρουσμάτων στο τέλος του καλοκαιριού και την αρχή του φθινοπώρου κυρίως από αρμποϊούς και εντεροϊούς, τα κρούσματα που εμφανίζονται προς το τέλος του χειμώνα συχνά οφείλονται στον ιό της παρωτίτιδας, ενώ οι αδενοϊοί παρουσιάζουν αυξημένη επίπτωση την άνοιξη.
Ποικίλλουν ανάλογα με το αίτιο. Ο άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό υποδόχο για εντεροιούς, ιούς ιλαράς, παρωτίτιδας, απλού έρπητα και ανεμευλογιάς. Οι αρμποϊοί μολύνουν περιστασιακά τον άνθρωπό με τα κουνούπια να παίζουν το ρόλο του ενδιάμεσου ξενιστή. Τα φυσικά υποδόχα για πολλούς αρμποϊούς παραμένουν άγνωστα αλλά περιλαμβάνουν πουλιά, τρωκτικά, ερπετά, αμφίβια και άλλα ζώα.
Ποικίλλει ανάλογα με το λοιμογόνο παράγοντα. Οι εντεροϊοί μεταδίδονται με την επαφή χεριών στόματος αλλά και με την αναπνευστική οδό και μέσω των κοπράνων. Οι αδενοϊοί και ο ιός της παρωτίτιδας μεταδίδονται μέσω των εκκρίσεων του αναπνευστικού συστήματος. Οι αρμποϊοί μεταδίδονται μέσω των αρθροπόδων και προκαλούν συνήθως εγκεφαλίτιδα και σπανιότερα μηνιγγίτιδα. Ο ιός της λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας μεταδίδεται από τις εκκρίσεις των τρωκτικών και μέσω επαφής με μολυσμένη σκόνη. Στη νεογνική ηλικία ο ιός του απλού έρπητα μεταδίδεται κυρίως κατά τον τοκετό ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις μετά τον τοκετό και ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μεγαλύτερος όταν η μητέρα νοσεί κοντά στον τοκετό και όταν πρόκειται για πρωτολοίμωξη και όχι υποτροπή.
Ο χρόνος επώασης ποικίλλει ανάλογα με το αίτιο. Για τους εντεροϊούς ο χρόνος επώασης είναι 3 – 10 ημέρες (συνήθως 3-6 ημέρες).
Ποικίλει ανάλογα με το λοιμογόνο παράγοντα. Όσον αφορά στους εντεροϊούς, αυτοί αποβάλλονται αρκετές ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Παραμένουν στις αναπνευστικές εκκρίσεις συνήθως 1 εβδομάδα μετά την έναρξη νόσου, ενώ στα κόπρανα αποβάλλονται για αρκετές εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Η διάγνωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη αρνητικών καλλιεργειών για βακτήρια και ταυτοποίηση του ιού ως αιτιοπαθογόνου με PCR, καλλιέργεια, ανίχνευση αντιγόνου ή ορολογικές μεθόδους.
Ο ακρογωνιαίος λίθος για τη διάγνωση είναι ο έλεγχος του ΕΝΥ. Στον έλεγχο του ΕΝΥ παρατηρείται λευκοκυττάρωση που κυμαίνεται από 10-500 λευκά/mm3 αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις τα λευκά μπορεί να υπερβαίνουν τα 1000/mm3. Ο τύπος μπορεί αρχικά να είναι πολυμορφοπυρηνικός (τις πρώτες 24-48 ώρες) στη συνέχεια όμως γίνεται λεμφοκυτταρικός. Στην αρχή της νόσου τα κύτταρα μπορεί να είναι ελάχιστα ή φυσιολογικά (όπως σε μηνιγγίτιδα από εντεροϊούς και σπάνια σε HSV μηνιγγοεγκεφαλίτιδα). Η γλυκόζη στο ΕΝΥ είναι φυσιολογική ή ελαφρά ελαττωμένη και συνήθως ≥40% της τιμής του αίματος. Υπογλυκορραχία μπορεί να παρουσιαστεί σε μηνιγγίτιδα από ιό παρωτίτιδας. Η πρωτεΐνη στο ΕΝΥ είναι φυσιολογική ως ελαφρά αυξημένη αλλά συνήθως είναι κάτω από 150 mg/dl (αλλά μπορεί να φτάσει και τα 900 mg/dl σε λοίμωξη από ιό Δυτικού Νείλου. Η ανάλυση του ΕΝΥ από μόνη της δεν είναι πάντα αξιόπιστη για τη διαφορική διάγνωση μεταξύ ιογενούς και βακτηριακής μηνιγγίτιδας καθώς υπάρχει σημαντική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των ευρημάτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθά η CRP και η προκαλσιτονίνη καθώς αξιόλογη αύξηση συμβαίνει κυρίως σε βακτηριακή μηνιγγίτιδα.
Εξέταση αναφοράς αποτελεί η καλλιέργεια του ΕΝΥ για ιούς αλλά γίνεται σε εξειδικευμένα εργαστήρια και δεν βοηθά σαν εξέταση ρουτίνας τον κλινικό γιατρό. Η PCR αποτελεί εξέταση εκλογής και πρέπει να γίνεται από εργαστήρια που έχουν εμπειρία. Στις μέρες μας η PCR έχει αντικαταστήσει την καλλιέργεια για ιούς αλλά και τις ορολογικές εξετάσεις στη διάγνωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας, βελτιώνοντας τη διαγνωστική ακρίβεια και παρέχοντας αποτελέσματα σημαντικά ταχύτερα. Οι ορολογικές εξετάσεις συμβάλλουν στη διάγνωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας αλλά απαιτείται χρόνος από την προσβολή μέχρι την ορομετατροπή. Αξιολογείται ο τετραπλασιασμός του τίτλου στον ορό του αίματος και απαιτούνται δυο δείγματα. Επίσης οι ανοσοσφαιρίνες ανιχνεύονται και στο ΕΝΥ.
Η αξονική τομογραφία και η μαγνητική τομογραφία δεν προσφέρουν ιδιαίτερη βοήθεια στη διάγνωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας παρά μόνο για αποκλεισμό συνυπάρχουσας εγκεφαλίτιδας ή αποστήματος.
Ποικίλλει ανάλογα με το λοιμογόνο παράγοντα.
Κλινική εικόνα με απότομη έναρξη πυρετού και ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: αυχενική δυσκαμψία, διαταραχή του επιπέδου συνείδησης, σημεία μηνιγγισμού, πετεχειώδες ή αιμορραγικό εξάνθημα και, σε παιδιά κάτω του έτους, προπέτεια πηγής.
Κρούσμα με συμβατή κλινική εικόνα.
Κρούσμα με συμβατή κλινική εικόνα και α/ χαρακτηριστικά ευρήματα στη γενική εξέταση ΕΝΥ ή β/ ανίχνευση αντιγόνου του υπεύθυνου παθογόνου σε φυσιολογικά άσηπτο κλινικό δείγμα ή γ/ επιδημιολογική σύνδεση με επιβεβαιωμένο κρούσμα μηνιγγίτιδας.
Κρούσμα με συμβατή κλινική εικόνα, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί εργαστηριακά.
Ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα. Καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις ιογενούς μηνιγγίτιδας οφείλονται σε εντεροϊούς που αποβάλλονται με τα κόπρανα, συστήνεται η εφαρμογή κανόνων υγιεινής και κυρίως το συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών.
Ειδικότερα συστήνεται:
Διαθέσιμα εμβόλια υπάρχουν για την πρόληψη της πολιομυελίτιδας, ιλαράς, παρωτίτιδας, ανεμευλογιάς, γρίπης, λύσσας, και ορισμένων αρμποϊών (ιό ιαπωνικής εγκεφαλίτιδας, εγκεφαλίτιδα από κρότωνες).