Η σιγκέλλα (Shigella) είναι ένα gram-αρνητικό βακτήριο της οικογένειας των Εντεροβακτηριοειδών. Το βακτηριακό αυτό γένος περιλαμβάνει τέσσερα είδη ή οροομάδες: την S. dysenteriae (Ομάδα Α), την S. flexneri (Ομάδα Β), την S. boydii (Ομάδα C) και την S. sonnei (Ομάδα D).
Οι ομάδες A, B και C διαιρούνται περαιτέρω σε 15, 15 και 19 ορότυπους και υποτύπους, αντίστοιχα και αποδίδονται με αραβικούς αριθμούς και μικρά γράμματα (π.χ. S. flexneri 2a). Η S. sonnei (ομάδα D) έχει ένα μόνο ορότυπο. Οι ορότυποι και οι υπότυποι διαφοροποιούνται με βάση το ειδικό αντιγόνο επιφανείας, το αντιγόνο του κυτταρικού τοιχώματος (Ο). Βλεφαριδικά αντιγόνα (Η) δεν υπάρχουν στις σιγκέλλες.
“5 Κλειδιά για Ασφαλέστερα Τρόφιμα” (φυλλάδιο)
“5 Κλειδιά για Ασφαλέστερα Τρόφιμα” (Urdu)
“5 Κλειδιά για Ασφαλέστερα Τρόφιμα” (Αραβικά)
Νόσος με ποικίλο βαθμό βαρύτητας που χαρακτηρίζεται από διάρροια, πυρετό, ναυτία, κοιλιακό άλγος και τεινεσμό.
Κρούσμα που συμφωνεί με την κλινική περιγραφή και έχει επιδημιολογική σύνδεση.
Κρούσμα που συμφωνεί με τη κλινική περιγραφή και έχει επιβεβαιωθεί εργαστηριακά.
Τα περισσότερα άτομα που μολύνονται αναπτύσσουν διάρροια, πυρετό και κράμπες στο στομάχι. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μία με δύο ημέρες μετά την έκθεση στο βακτήριο. Η διάρροια είναι συχνά αιματηρή, ενώ τα κόπρανα μπορεί εκτός από αίμα να περιέχουν και βλέννα. Η σιγκέλλωση συνήθως υφίεται σε πέντε με επτά ημέρες. Σε ορισμένα άτομα, κυρίως σε μικρά παιδιά και σε ηλικιωμένους, η διάρροια μπορεί να είναι τόσο έντονη που να απαιτείται η νοσηλεία του ασθενούς στο νοσοκομείο. Μια σοβαρή λοίμωξη με υψηλό πυρετό μπορεί επίσης να συνοδεύεται από σπασμούς σε παιδιά μικρότερα των δύο ετών. Σε ορισμένα άτομα η σιγκέλλωση δεν προκαλεί καθόλου συμπτώματα, ωστόσο τα άτομα αυτά μπορούν και μεταδίδουν το βακτήριο σε άλλους.
Τα βακτήρια της σιγκέλλας είναι παρόντα στις διαρροϊκές κενώσεις των μολυσμένων ατόμων κατά τη διάρκεια της νόσησης, καθώς και μια με δύο εβδομάδες αργότερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μόλυνση από σιγκέλλα γίνεται μέσω της εντερο-στοματικής οδού (από τα κόπρανα ή τα ακάθαρτα χέρια ενός ατόμου στο στόμα κάποιου άλλου). Αυτό συμβαίνει όταν δεν τηρούνται οι βασικοί κανόνες υγιεινής και πλυσίματος των χεριών. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί μεταξύ νηπίων που δεν έχουν εκπαιδευτεί πλήρως όσον αφορά στη χρήση της τουαλέτας. Τα μέλη της οικογένειας των νηπίων καθώς και οι σύντροφοί τους στο παιχνίδι είναι άτομα που διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να μολυνθούν.
Άλλος τρόπος μόλυνσης είναι μέσω της κατανάλωσης μολυσμένων τροφίμων, τα οποία μπορεί να έχουν φυσιολογική όψη και οσμή. Τα τρόφιμα μπορεί να μολυνθούν από χειριστές τροφίμων που δεν πλένουν τα χέρια τους με σαπούνι μετά την επίσκεψη στην τουαλέτα. Τα λαχανικά μπορεί να είναι μολυσμένα αν προέρχονται από αγρούς από τους οποίους διέρχονται λύματα υπονόμων. Ακόμη, τα τρόφιμα μπορεί να μολυνθούν από μύγες που μεταφέρουν κοπρανώδες υλικό. Τέλος, μπορεί κανείς να μολυνθεί πίνοντας ή κολυμπώντας σε μολυσμένα νερά. Το νερό μπορεί να μολυνθεί από υπονόμους ή αν κάποιος με σιγκέλλωση κολυμπήσει μέσα σε αυτό.
Ο καθένας μπορεί να νοσήσει, πιο συχνά όμως προσβάλλονται μικρά παιδιά ηλικίας 1-4 ετών. Τα βρέφη/νήπια/παιδιά που πηγαίνουν σε βρεφονηπιακούς/παιδικούς σταθμούς έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν. Άλλες ομάδες ατόμων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο νόσησης από σιγκέλλωση είναι οι ταξιδιώτες σε χώρες με χαμηλές συνθήκες υγιεινής, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και τα άτομα που διαβιούν ομαδικά (οικοτροφεία, στρατώνες, κ.α.).
Η διάρροια και η αιματηρή διάρροια αποτελούν συμπτώματα πολλών διαφορετικών νόσων και η θεραπεία εξαρτάται από το είδος του μικροβίου που προκαλεί τη διάρροια. Ο προσδιορισμός της σιγκέλλας ως αιτιολογικού παράγοντα της νόσου γίνεται με εργαστηριακές δοκιμασίες που αναγνωρίζουν τη σιγκέλλα στα κόπρανα του προσβεβλημένου ατόμου. Τα μικροβιολογικά εργαστήρια μπορούν επίσης να πραγματοποιήσουν ειδικές δοκιμασίες για τον προσδιορισμό του ακριβούς τύπου της σιγκέλλας από τον οποίο έχει προσβληθεί ο ασθενής, καθώς και για τον καθορισμό των καταλληλότερων αντιβιοτικών για την αντιμετώπισή του.
Τα περισσότερα άτομα που έχουν μολυνθεί από σιγκέλλα μπορούν να επιστρέψουν στο χώρο εργασίας τους, όταν σταματήσουν τα συμπτώματα (κυρίως η διάρροια και ο πυρετός), χωρίς να ξεχνούν όμως να πλένουν προσεκτικά τα χέρια τους με ζεστό νερό και σαπούνι αμέσως μετά τη χρήση της τουαλέτας.
Τα βρέφη/νήπια/παιδιά δεν θα πρέπει να πηγαίνουν στους βρεφονηπιακούς/παιδικούς σταθμούς μέχρι να σταματήσουν τα συμπτώματά τους.
Οι χειριστές τροφίμων, οι επαγγελματίες υγείας, οι εργαζόμενοι σε βρεφονηπιακούς/παιδικούς σταθμούς ή σε άλλους προνοιακούς χώρους, οι οποίοι νοσούν από σιγκέλλωση, δεν πρέπει να εργάζονται έως ότου αποβούν αρνητικές δύο διαδοχικές καλλιέργειες κοπράνων που έχουν ληφθεί με μεσοδιάστημα 24 ωρών και όχι νωρίτερα από 48 ώρες από το πέρας της αντιμικροβιακής θεραπείας.
Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) είναι ο αρμόδιος φορέας για την επιδημιολογική επιτήρηση του νοσήματος της σιγκέλλωσης και για την παρέμβαση (όπου και όταν αυτή κριθεί απαραίτητη) σε περίπτωση κρουσμάτων στον άνθρωπο.
Τα μέτρα πρόληψης που λαμβάνονται είναι κοινά με τα μέτρα που λαμβάνονται και για τα άλλα τροφιμογενή νοσήματα σε συνεργασία με τις Περιφερειακές Ενότητες των Περιφερειών, την Κτηνιατρική Υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, και τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ).