Η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα προκαλείται από τους ιούς της ηπατίτιδας B και C και αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκόσμια.
Η ιογενής ηπατίτιδα B και C :
Στη χώρα μας, ο επιπολασμός για τη χρόνια ηπατίτιδα Β υπολογίζεται σε περίπου 2% του πληθυσμού και για την ηπατίτιδα C σε 0,5-1% του πληθυσμού, ενώ η επίπτωση των χρόνιων ιογενών ηπατιτίδων ποικίλλει ανά γεωγραφικό διαμέρισμα και πληθυσμό.
Οι κύριες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία είναι η αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα των ασθενών από την ηπατική νόσο και η διασπορά των ιών αυτών στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Είναι γνωστό ότι σημαντικό ποσοστό των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C καταλήγουν από επιπλοκές της χρόνιας λοίμωξης όπως κίρρωση του ήπατος, ηπατοκυτταρικό καρκίνο (HCC), ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο εφόσον δεν τεθούν σε παρακολούθηση και δεν λάβουν ειδική αντιική αγωγή.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, παρεντερικά (iv, im, sc) και από μητέρα με HBsAg (+) στο παιδί κατά την κύηση ή τον τοκετό (κάθετη μετάδοση), ενώ το ιός της ηπατίτιδας C κυρίως με την παρεντερική επαφή και σπανιότερα με τη σεξουαλική επαφή ή κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί.
Οι δυνατότητες θεραπευτικής παρέμβασης στη χρόνια ηπατίτιδα Β και C έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Στο ΚΕΕΛΠΝΟ λειτουργεί από το έτος 2000 Γραφείο Ηπατιτίδων του ΚΕΕΛΠΝΟ και ασχολείται με:
Η ενημέρωση του κοινού, των επαγγελματιών υγείας και των ομάδων υψηλού κινδύνου σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης, την πρόληψη και τη θεραπεία γίνεται με
Δεν υπάρχει εμβόλιο για την Ηπατίτιδα C
Ηπατίτιδα C στα παιδιάΠίνακας Παιδιατρικών Ηπατολογικών ΙατρείωνΕνημέρωση και Οδηγίες προς εκπαιδευτικούς για την αντιμετώπιση παιδιών με ηπατίτιδα Β ή C σε σχολεία και παιδικούς σταθμούς
Κατευθυντήριες οδηγίες θεραπευτικής παρεμβάσεως σε ασθενείς με λόιμωξη με τον ιό της Ηπατίτιδας C
Αντιμετώπιση ασυμπτωματικών ασθενών με διαταραχές των ηπατικών ενζύμων
Εργαζόμενοι σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος με ηπατίτιδα Β ή C
Προφύλαξη υγειονομικού προσωπικού έναντι των ιών ηπατίτιδας B και ηπατίτιδας CΟδηγίες για την πρόληψη μετάδοσης HBV και HCV λοίμωξης από επαγγελματίες υγείας σε ασθενείςΠίνακας 1: Αντιμετώπιση επαγγελματικής έκθεσης στον ιό της ηπατίτιδας ΒΠίνακας 2: Αντιμετώπιση επαγγελματικής έκθεσης στον ιό της ηπατίτιδας CΟ ιός της ηπατίτιδας C,nou απομονώθηκε το 1989, αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες χρόνιας ηπατοπάθειας, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Περίπου 170 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως έχουν χρόνια λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C και 3 με 4 εκατ. νέες περιπτώσεις εμφανίζονται ετησίως. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι περίπου το 2% του πληθυσμού έχει χρόνια λοίμωξη με τον ιό της ηπατίτιδας C.
Το ήπαρ (συκώτι) είναι ένα ζωτικό όργανο που βρίσκεται στο δεξιό άνω τμήμα της κοιλιακής χώρας. Έχει πολλές λειτουργίες και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό, στη σύνθεση παραγόντων πήξης του αίματος για τον έλεγχο αιμορραγιών, στην παραγωγή ουσιών απαραίτητων στη μάχη κατά των λοιμώξεων καθώς και στην απομάκρυνση τοξικών ουσιών και φαρμάκων από τον οργανισμό. Εάν το ήπαρ προσβληθεί από ιούς ή υποστεί βλάβη από άλλα αίτια όπωςτοξίνες, φάρμακα, αλκοόλ, αναπτύσσεται φλεγμονή (ερεθισμός) και νέκρωση, κατάσταση η οποία ονομάζεται ηπατίτιδα.
Οι πιο γνωστοί ιοί ηπατίτιδας, είναι οι Α, Β, C, D και Ε. Εκτός από τους παραπάνω ιούς ηπατίτιδας υπάρχουν και κάποιοι άλλοι ιοί που δεν προσβάλλουν αποκλειστικά το ήπαρ, αλλά μπορεί να προκαλέσουν ηπατίτιδα ταυτόχρονα με προσβολή και άλλων οργάνων του ανθρώπου και χαρακτηρίζονται ως ηπατοτρόποι ιοί.
Η οξεία ηπατίτιδα εμφανίζεται λίγες εβδομάδες έως μήνες μετά την είσοδο του ιού της ηπατίτιδας στο ανθρώπινο σώμα.
Τα κύρια συμπτώματα είναι:
ενώ κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν:
Μερικές φορές δεν υπάρχουν καθόλου συμπτώματα ή είναι πολύ ήπια. Σπάνια (<1-2%) η οξεία ηπατίτιδα έχει πολύ βαριά πορεία, οπότε χαρακτηρίζεται ως κεραυνοβόλος οξεία ηπατίτιδα με αυξημένη θνητότητα (70-90%).
Χρόνια ιογενής ηπατίτιδα προκαλείται από τους ιούς της ηπατίτιδας Β, C και D κι αναπτύσσεται στους ασθενείς που το αμυντικό τους σύστημα δεν κατορθώνει να αποβάλλει τον ιό. Στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα, παρά την έλλειψη συμπτωμάτων πολλές φορές, η ύπαρξη του ιού εξακολουθεί να προκαλεί ερεθισμό και να καταστρέφει το ήπαρ. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ανάπτυξη ινώδους ιστού (ουλή) μέσα στο ήπαρ. Εάν τα τρία τέταρτα του ήπατος μετατραπούν σε ινώδη ιστό, το ήπαρ δεν είναι πια σε θέση να λειτουργήσει σωστά, κατάσταση που ονομάζεται κίρρωση. Οι ασθενείς με κίρρωση μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί στα πρώτα στάδια της κίρρωσης, αλλά καθώς η ηπατική νόσος προοδευτικά επιβαρύνεται μπορεί να εμφανισθούν ασκίτης (υγρό στην κοιλιά), αιμορραγία από φλέβες του οισοφάγου (κιρσοί), εγκεφαλοπάθεια (αλλαγή της διανοητικής κατάστασης και συμπεριφοράς) ή ίκτερος. Όλοι οι ασθενείς με κίρρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος.
Υπάρχουν δύο ειδών αιματολογικές εξετάσεις για την ηπατίτιδα:
α) μη ειδικές εξετάσεις που αφορούν τη λειτουργία του ήπατος όπως :
Η ανεύρεση αυξημένων τρανσαμινασών ή χολερυθρίνης, δε σημαίνει υποχρεωτικά ιογενή ηπατίτιδα και συχνά ο ασθενής χρειάζεται να υποβληθεί σε σειρά εργαστηριακών εξετάσεων για τη διερεύνηση του αιτίου της ηπατικής βλάβης.
β) ειδικές εξετάσεις που αφορούν στην ανίχνευση των ιών:οι εξετάσεις αυτές ανιχνεύουν είτε ειδικά τμήματα των ιών (αντιγόνα), είτε αντισώματα έναντι αυτών, που παράγει ο οργανισμός σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της λοίμωξης.
Στην περίπτωση της οξείας ηπατίτιδας δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής θεραπείας, παρά μόνο υποστηρικτική αγωγή και παρακολούθηση για την περίπτωση εμφάνισης επιπλοκών.
Εξαίρεση αποτελεί η οξεία ηπατίτιδα C, όπου η μετάπτωση σε χρονιότητα μειώνεται με τη βοήθεια ειδικής θεραπείας. Αντίθετα, ανάγκη από ειδική φαρμακευτική θεραπεία έχει σημαντικό ποσοστό ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα. Η θεραπεία έχει σα στόχο την εκρίζωση του ιού της ηπατίτιδας και/ή την πρόληψη της ανάπτυξης κίρρωσης και καρκίνου του ήπατος.
Ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται κυρίως εάν έρθετε σε επαφή με μολυσμένο αίμα. Μπορεί κάποιοι να έχουν μολυνθεί εάν:
Το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση συμπτωμάτων, κυμαίνεται για την ηπατίτιδα C από 30-90 ημέρες (περίοδος επώασης). Μόνο ένα ποσοστό 25-35% των ατόμων με οξεία ηπατίτιδα C έχει συμπτώματα όπως αδυναμία, κόπωση, ανορεξία, ενώ μερικοί μπορεί να εμφανίσουν ίκτερο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών (75-85%) δεν θα καταφέρει να αποβάλει τον ιό και θα αναπτύξει χρονία ηπατίτιδα ^μην έχοντας απολύτως κανένα σύμπτωμα. Για τους περισσότερους ασθενείς υπάρχει ένα μέσο χρονικό διάστημα 13 ετών για την ανάπτυξη συμπτωμάτων. Γενικά, στους 100 ασθενείς με ηπατίτιδα C:
Ανάπτυξη κίρρωσης συμβαίνει πιο συχνά σε μεσήλικες απ' ό,τι σε νέους.
Η ταυτόχρονη παρουσία ηπατίτιδας Β ή λοίμωξης από τον ιό του AIDS, καθώς και η κατάχρηση αλκοόλ, είναι παράγοντες που επιταχύνουν την εξέλιξη της ηπατικής νόσου προς κίρρωση.
Όταν κάποιος μολύνεται με τον ιό της ηπατίτιδας C, ο οργανισμός παράγει αντισώματα σε μια προσπάθεια καταπολέμησης της λοίμωξης. Αντισώματα (anti-HCV) ανιχνεύονται στο 50-70% των ασθενών με την έναρξη των συμπτωμάτων και σε 90% αυτών μετά από 3 μήνες από την έναρξη της λοίμωξης. Η ανεύρεση των ειδικών αντισωμάτων (anti- HCV), δε δείχνει εάν πρόκειται για οξεία ηπατίτιδα (εκτός κι αν υπάρχουν συμπτώματα συμβατά), χρονία ηπατίτιδα ή παρελθούσα λοίμωξη, ενώ μπορεί να υπάρξουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα, κυρίως σε άτομα με μικρό κίνδυνο για ηπατίτιδα C όπως οι αιμοδότες). Η επιβεβαίωση γίνεται με ειδικές εξετάσεις (RIBA, HCV RNA) που θα σας συστήσει ο γιατρός σας. Επίσης υπάρχει η δυνατότητα ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος (να υπάρχει δηλαδή λοίμωξη από τον ιό και η εξέταση των αντισωμάτων να είναι αρνητική) στην περίοδο επώασης και σε ασθενείς ανοσοκατασταλμένους ή αιμοκαθαιρόμενους.
Η διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται τυχαία (π.χ. μετά από εθελοντική αιμοδοσία ή στα πλαίσια διερεύνησης αυξημένων τρανσαμινασών), αφού η πλειονότητα των ασθενών δεν έχει συμπτώματα.
Οι ασθενείς με χρονία ηπατίτιδα C θα πρέπει να έχουν τακτική ιατρική παρακολούθηση, να μην καταναλώνουν αλκοόλ, να μη λαμβάνουν φάρμακα χωρίς ιατρική οδηγία και να εμβολιάζονται για την ηπατίτιδα Α και Β. Συνδυασμένη θεραπεία, με υποδόριες ενέσεις πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και δισκίων ριμπαβιρίνης, είναι σήμερα η θεραπεία εκλογής για όσους ασθενείς υπάρχει ένδειξη θεραπευτικής παρέμβασης. Η χορήγηση αυτών των φαρμάκων θα πρέπει να γίνεται κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση λόγω των συχνών παρενεργειών, ενώ η χρήση τους απαγορεύεται σε εγκύους. Το ποσοστό ανταπόκρισης κυμαίνεται από 40-80%. Η διάρκεια της θεραπείας και η ανταπόκριση, εξαρτώνται από τον γονότυπο του ιού, δηλαδή από το γενετικό του προφίλ.
Εμβόλιο για την ηπατίτιδα C ΔΕΝ υπάρχει.